Τέλος: ο σκοπός μιας ενέργειας/ών. Σκοπός κάθε γένεσης είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας του «δυνάμει όντος»
σε πραγματικότητα σε «ενεργεία ον». Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτα μάταιο, τίποτα που να μην είναι τέλειο.

Αριστοτέλης

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2005

Έτσι εύκολα που κινείται η ζωή…

...άλλαξα συνάμα και δεκαετία και αιώνα! Πρωτοχρονιά 2000 (millennium), 19:00 Σε δημόσιο έρημο πάρκο, και σε παγκάκι παλιακό καθήμενος, μια πεταμένη γόπα που βασίλισσα κόκκινη, από φλόγα, στην ερημιά ήταν, να σβήσει αυτή αρνιόταν, εγώ έγειρα και στα χείλια μου την μοναξιά της, απόθεσα. Κοιτώντας τον ουρανό, τον καπνό της, στα στήθια μου, γαλάζιο σύννεφο ήθελα να κάνω. Λίγο πριν όμως δεν θα σας κρύψω, επιδεικτικά, κοπάδι σκύλων τα δόντια τους μου είχαν δείξει . Άφριζαν και γρύλιζαν πιότερο και από δαίμονες. Στιγμή δεν τρόμαξα. Έτσι κι αλλιώς ότι αγαπούσα δεν ήταν εδώ. Δεν μπορούσαν να μου κάνουν κακό γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν κακό σε ότι αγαπούσα. Ησύχασα! Με το ‘να χέρι σκούπισα το δάκρυ και της χαράς και της θλίψης, και με το άλλο πέταξα όσο πιο μακρά μπορούσα την γόπα την πολύτιμη, την, στην ερημιά πεταμένη. Σκέφθηκα, και να σβήσει, κάποιος σαν την ανταμώσει, αρχή και νήμα της δικής του ιστορίας μπορεί και να την κάνει! Το μέλλον πάντως, μοιάζει να είναι παρόν και το παρελθόν αμφίβολο μέλλον. Εγώ όμως ήδη άρχισα να νυστάζω. Κάθε σκηνή τούτης της παρωδίας διαστέλλεται, κι όσο αυτό συμβαίνει, εγώ θέλω να συναντήσω τον «σκοπό». Στην άκρη του βλέμματός μου, πια, μπορείς να δεις τον τρόμο. Το πρωί, διευρύνει, το βράδυ διαρρηγνύει, και τανάπαλιν. Έκλεισα τα μάτια! Σφιχτά! Μαύρο και γαλανό, μοβ και ασημί είδα. Άκουσα στη σιωπή του κόσμου… την καρδιά μου! Είδα και τα σκυλιά. Δόντια μεγαλύτερα είχαν και η λύσσα τους μεγάλη ήταν. Γρύλιζαν δε, τόσο «κανονικά» που γίνανε ένα με τον αχό του κόσμου. Θυμήθηκα τότε κάθε γέροντα και γερόντισσα που γνώρισα, πως το νήμα της ζωής, ποτέ δεν άφησαν! Έμαθα έτσι την γλώσσα του πόνου του χαμού! Έδωσα τότε κι εγώ όρκο ιερό! Τον έρωτα… τον έρωτα… ποτέ θεοί, μη να τον προδώσω με αφήσετε!!!

Στο κάτω-κάτω, ήμουν μόνο 10+ something

Τότε, θυμάμαι, συνάντησα τις μοίρες μου! Μικρό κι άβγαλτο εγώ ακόμα… πουλόβερ πολύτιμο, νόμιζα έπλεκαν. Έτσι λοιπόν, πρόθυμος πάντα, στο κάλεσμά τους, τα χέρια μου άπλωσα, το μαλλί, κουβάρι αυτές να το κάνουν. Ούτε και πήρα χαμπάρι ότι οι βελόνες Νο 5, οι χρυσές το χρώμα, σκουριασμένες λόνχες, του πόνου και του θανάτου εργαλείο μπορεί και να ‘ταν! Μου έκανε εντύπωση όμως, το ρούχο το μακρύ, το μαύρο τη μια στιγμή, και λευκό την άλλη, που ΄κείνες το φορούσαν. Και το λευκό του νήματος ακόμα, πως όταν περίτεχνα από τις βελόνες τους περνούσε, το άλικο το χρώμα αποκτούσε. Κατάχαμα καθόμουν θυμάμαι! Τα χέρια μου τον άργιλο τον βουνίσιο χάιδευαν! Ξηρός από το λιοπύρι, θύμηση δροσιάς παλιοτινής, καρπερό αμάλγαμα του παρόντος! Και εγώ, και ο τόπος, ένα! Θέλω όμως, πάντα, μόνο στα μάτια να κοιτώ! Έτσι κι αυτές τις κυρούλες, στα μάτια τους, την ματιά μου είχα. Δύσκολο ήταν! Πολύ!!! Κείνες, μόνο ίσια κοιτούσαν! Τότε νομίζω, κατάλαβα το πρώτο το άδικο! Πώς γαμώτο να εκδικάσεις μια ευθεία! Την αρχή, ή το τέλος να επικαλεστείς, να μαρτυρήσει την αλήθεια; Θεοί!!! Πόσο τρόμαξα. Αναζήτησα μια έξοδο από τη φυλακή της ευθείας τους! Γοργό και εγώ (πείσμων πάντα), τότε, ταξίδι ξεκίνησα, και προς το τέλος και προς την αρχή. Όλα τα χρώματα ήρωες τα έκαμα. Κάθε όνειρο δικό μου, …και δανεικό, Το `κάνα πρωταγωνιστή. Έγινα και αερικό και απανεμιά, σεργιάνισα κάθε τόπο, κάθε όνειρο, και κάλεσα συνταξιδιώτη, κάθε φίλο και κάθε φίλη. Φιλί ερωτικό κι αγκαλιά έγινα. Μα πιότερο πόθησα και τα διό. Τον τρόμο, φυσικά, δεν τον έδιωξα. Όμως και δεν το μεγάλωσα! Έτσι έμαθα και να σκέφτομαι. Τότε κοντολογίς, τίναξα τα χέρια, και το νήμα το άφησα να πέσει κάτω! Το μαλλί και το κουβάρι, το λευκό και το άλικο, κουβάρι κόμπων το άφησα να γίνει! Εκ του προαναφερόντος προοιμίου, οι κολόγριες οι νιές, οι μοίρες… τελικώς κίνησαν για την δικιά τους την μοίρα! Κατάχαμα, βέβαια, πάλι, εγώ καθόμουν! Τον άργιλο τον βουνίσιο όμως καρπερό πάλι τον έκαμα! Γυμνώθηκα, σε έρημο δρόμο. Στην αρχή ο άνεμος χάδι ήταν. Κατόπι και καταιγίδα που το κορμί μου(;) να συνθλίψει ήθελε, ήταν. Έγειρα κι εγώ, το χέρι άπλωσα, ένα σκουτί να αδράξω. Ακόμα δεν κατάλαβα αν ήθελα να σώσω το κορμί ή το μυαλό. Την ηδονή του χαδιού δεν άντεχα ή μήπως τον πόνο της ηδονής; Καταιγίδα και τα διό, όμως, μόνο! Την ελληνική την γλώσσα πολύ την γουστάρω! Λατρεύω πολλές λέξεις της! Αγνοώ περισσότερες, Αγαπώ όμως μία πιότερο! Ήβη! Ή αλλιώς… Το μονοπάτι των θεών προς το ανθρώπινο! Δειλά-δειλά, ίχνος ερωτικό, απ’ το τέλος της γέννησης κινά! Ομφάλιος λώρος! Κάθε εποχή, πάντα, διαφορετικό μονοπάτι είναι! Το να το διαβείς όμως, το να το γευθείς καλύτερα, τέχνη είναι! Χειροκρότημα δεν θέλει! Να το νιώθεις και να το υπηρετείς όμως, ναι! Προορισμός; Τίνος, ποιος; Τώρα εγώ θα κοντοσταθώ, λογοπλόκος και δολοπλόκος, πριν το δάσος, …έτσι κι αλλιώς το δέντρο, πάντα στο μυαλό μου το ΄χα! …Θα αγναντεύω, το λοιπόν, αυτό που λάτρεψα. Την πεδιάδα που σε οροπέδιο καταλήγει, κι ανάστροφα, λέω! Για να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλώ, κάθε ένδυμα από πάνω σας πετάξτε το! Ξαπλώστε όπου γης. Καλύτερα… ξαπλώστε τον, ή ξαπλώστε την, όπου γης. Σκύψτε το κεφάλι, πάντα κάθε φορά ζητώντας συχώρεση, και γευθείτε! Το τρίγωνο, το ιερό, το αρχέγονο… Πηγή και προορισμός είναι! Κάθε σταλιά προς τα ΄κει, μεγάλη όμως πάντα θα είναι! Την γλώσσα δοξάρι του λόγου και της ηδονής, αρχάγγελο πόθου εγώ την λέω. Την άκρη της γραμμής πάντα, θεοί σας ευχαριστώ, μόνο φιλήδονα θα την φιλώ! Όμως εντέλει, θα συρθώ σαν τον τρισκατάρατο τον όφη! Αρχόμενος, από τα αχαμνά, τα πολύτιμα, αγαθά της ψυχής μου, εκτείνοντας την γλώσσα μου απεριόριστα, και αφού διαβώ και το στέρνο, τα χείλια σαν γευθώ, τους χυμούς και την ανάσα τους να συναντήσω, και πάλι στα μάτια θα καταλήξω, ικετεύοντας, θεούς και διαβόλους αυτό το πιθανά και στερνό, να μην είναι τέτοιο, τώρα πια, που βρήκα το θάρρος να τα αντικρίσω! Για να το πω απλά, και καταχρηστικά, ας χρησιμοποιήσω τον λόγο, τον ορθόδοξα διδασκόμενο, …τον χριστιανικό ντε: “Ο λύχνος του σώματός εστίν ο οφθαλμός. εάν ουν η ο οφθαλμός σου απλούς, όλον το σώμα σου φωτεινον εσταί.” (ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, Κεφάλαιο 6, Στίχος 22) Φυσικά λέει και άλλα. Για τον γράφοντα και τα γραφώμενα, αυτό έχει σημασία όμως μόνο. Και να, που μήτε έγινα χριστιανός, μήτε και δούλος, μήτε κι αφέντης, Τον άνεμο μου να σκορπώ ήθελα και την παγωνιά παρέα μου ας είχα. Δαντέλα το υφαντό, των προγόνων μου κληρονομιά και κατάρα. Γόνος τα ανάθεμα μόνο, γιατί τις λέξεις τούτες μόνο έχω, σβησμένη κληρονομιά χωρίς κληρονόμους!