
Ένα ναυάγιο το κορμί,
με ένα μυαλό, πανί σχισμένο
την ρώτα να γυρεύει
για ένα λιμάνι βυθισμένο,
αρχαίων χρόνων
με μια αγκαλιά ανθοδέσμη
με λειχήνες και βρύα,
σε έρημο τόπο να σαπίζει
κι μ’ έναν ήλιο οπιομανή
που σε γελά
την πίπα του να καπνίζει
ταξιδεύει.
Τι το θωρείς αυτό που σε περιμένει;
Ταξίδι είναι τι το γυρεύεις;
Κάθε ρυτίδα μου αξίζει χαράμι
μια καλημέρα
μα καληνύχτα καταλήγει
Τούτο το βλέμμα
δεν βουρκώνει…
μήτε δαγκώνει…
βούρκος είναι και μυρίζει
μα το βήμα σας στην καρδιά του
το κυριεύει.
Χασκογελώ εγώ ο Αρλεκίνος
μα το δάκρυ μου δεν είναι ζωγραφιά
και το σκουτί της ψυχής μου άκομψο
πάντα όμως θα σας αγαπώ
και για μια συγνώμη θα σκούζω.