Και να που με την μέρα μάλωσα. Αντίδικοι σχεδόν από βεντέτα παλιακιά μπορεί. Στο εφετείο τελικά με πήγε. Μάρτυρα τότε κι εγώ, κάλεσα τις νύχτες μου όλες. Στημένο ήταν και αυτό, στημένη και η δίκη. Τσαντίστηκα και τα χρώματα όλα να τα βγάλουν έξω απαίτησα. Στα όνειρα, της δίκης, αίσθηση του λαϊκού, χαμογέλασα ζητώντας τους να σωπάσουν. Του συνηγόρου μου το αυτί το φίλησα στην άκρη του λοβού του τότε. Μεγάλος άνθρωπος θυμάμαι, σεβάσμιος, σχεδόν πατούσε πια τα πέντε. Με είχε γουλαντρίσει κανονικά. Σωστές οδηγίες, την γραμμή την υπερασπιστική, μου την είπε με το νι και με το σίγμα. «Θείε, μου είπε, μόλις τελειώσουμε, θα πάμε λούνα πάρκ;» Βλέπετε ήταν και Ορέστης και Μαρίνης. Στο άκουσμα του υπερασπιστικού χειρισμού, πάγωσαν τότε όλοι, και οι Δικαστές και η αντίδικος, και οι λαϊκοί. Κατάλαβαν ότι πλέον δεν ήμουν μόνος, στην πλεκτάνη ανυπεράσπιστος! Ήταν πια κοινή αίσθηση! Η ζυγαριά προς το μέρος μου γυρνούσε! Τα όνειρα με μιας, σε τρελό χειροκρότημα, και με ιαχές θυμάμαι, τον ενθουσιασμό τους ζωγραφιά τον κάνανε. Οι δικαστές μου τότε, σήκωσαν φακέλους, από ιστό αράχνης καμωμένους, τον λόγο τον μεταξύ τους… να κρύψουν. Για μια στιγμή φοβήθηκα, καμιά άλλη, ποτέ…
…to be continued
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου