Τέλος: ο σκοπός μιας ενέργειας/ών. Σκοπός κάθε γένεσης είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας του «δυνάμει όντος»
σε πραγματικότητα σε «ενεργεία ον». Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτα μάταιο, τίποτα που να μην είναι τέλειο.

Αριστοτέλης

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2005

... Vol 1

O Zαν Πωλ Mαρά, η Σαρλώτ Γκωρτέ και ο φόνος, η γαλήνη και ο Ροβεσπιέρος, το δράμα της Μαρίας Αντουανέτας στα 38, και το ζήτημα της επανάστασης.

Η λαιμητόμος και το μέταλλο, και ο κάθε Λουδοβίκος XVI, κάθε κόσμου!

Οι αντεπαναστάτες… και η τρομοκρατία…

1793 τότε, 1793 και τώρα…

ή αλλιώς «Ένας μεγάλος τίτλος, και η ανάγκη για ασφαλίτες!»


Γνώρισα και ανθρώπους άλλους, μπουνιά στο μαχαίρι, νομίζω έδιναν! Χρόνια πόσα τώρα? Γνώρισα και τον πίθηκο στο δέντρο όταν κρεμόταν, άνθρωπος ακόμα τότε όχι όμως! Πως γαμώτο το ίδιο άρωμα είχαν όλοι? Θυμάμαι σε μια κουβέντα με την Σαρλώτ, την ρώτησα: «Βρε Σαρλώτ μου, μην τάχα έχεις άδικο ή και αν όχι, να είναι αυτό περιττό? Τι το θες το φονικό?» και συνέχισα, «ξέρεις δημοσιογράφος είναι, και νομίζω γκόμενο να τον κάνεις κακό δεν είναι! Πτώμα μωρέ, τη να τον κάνεις?» Δεν δεχόταν κουβέντα, πίσω δεν έκανε καθόλου… το έκανε το φονικό!
Μια μαλακία έλεγε μόνο «Γαλήνη», και μόνο! Προφανώς αυτό θα ήταν κάτι σαν το «εν διό, εν διό»!
Κατά τα άλλα εμένα δεν με χάλαγε, καλή κοπέλα ήταν!
Βλάχα ήταν, Γαλλικής επαρχίας! Και αυτό, κακό δεν ήταν!

Όλοι ξέρετε βέβαια ότι με αυτό το φονικό, θεμελιώθηκαν απόλυτα οι λόγοι που έπρεπε, η γκιλοτίνα, να καταργηθεί! Ο μόνος ορθός δρόμος, πια ήταν, να χρηματοδοτήσουμε όλοι μαζί, και εμείς και η δημοκρατία, κάθε έρευνα ώστε να παραχθούν, εργαλεία φόνου, που να μην λερώνουν τουλάχιστον το πάτωμα, και το μαχαίρι και την γκιλοτίνα έπρεπε να αντικαταστήσουμε το συντομότερο, σίγουρα! Εξάλλου, κανείς δεν γνώριζε σε κείνους τους καιρούς το Tide, ούτε και ότι θέλει πάγο το αίμα για να φύγει.

Μετά από αγώνες μεγάλους έτσι και έγινε, βρέθηκε η λύση! Στην αρχή, κάποιος αρχαίος λαός, σε νεώτερη έκδοσή του, βρήκε, την εκτέλεση από ξεμάλλιασμα. Αποτυχία πλήρης ήταν! Στο κατόπι υπήρξε και η πυρά! Ούτε και αυτό δούλευε! Κάποιος έπρεπε να σκουπίζει την στάχτη! Κάποια στιγμή ήρθαν και οι Αμερικάνοι! Δεν λέω, κάτι έκαναν, πρότειναν καταρχήν την ηλεκτρική καρέκλα! Ούτε και αυτό δούλεψε! Διαφωνούσαν οι οικολόγοι. «Ξέρετε», λέγανε, «πόσο πληγώνουμε την ζούγκλα του Αμαζονίου, με κάθε εκτέλεση?»! Δεν μπορείς να πεις τίποτα μετά από τέτοιο επιχείρημα! Έτσι και κατέβασαν οι ακατονόμαστοι, νέα πρόταση! Την εκτέλεση με ένεση θανάτου! Και αυτή δεν δούλεψε! Ως επίφαση δημοκρατίας, όλα τα έθνη επικαλέστηκαν τα συντάγματά τους και τον αναχρονισμό τους, και μια φαρμακοβιομηχανία έκανε έφεση, γιατί δεν πρόλαβε να συμμετάσχει στην σχετική έρευνα – επιδοτούμενη βέβαια – για καλύτερο και φθηνότερο δηλητήριο που θα μπορούσε να παράγει, πρόβαλε τελικά, ως τελικό ισχυρισμό! Φυσικά και ο διαφορετικός ισχυρισμός όλων, δεν ήταν άλλο δυνατό παρά να ληφθεί απολύτως σοβαρά. Τέλος, βρέθηκε η λύση, και μάλιστα ομόφωνα νομίζω!

Θα εκτελούμε μόνο με το άδικο, την τρέλα και την μοναξιά μόνο. Όλοι με μια φωνή το βρήκαμε απολύτως λειτουργικό! Κανείς μας δεν ρώτησε τι πρέπει να εκτελούμε! Είχαμε πια το όπλο, το φονικότερο!

Η Μαρία τράβαγε μεγάλο νταλκά, το ‘χε καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι θα ήταν πιο γνωστή ως η τελευταία Βασίλισσά τους, παρά για τον ωραίο κώλο που είχε! Ανησύχησε μόνο όμως για το νόθο, και αν θα είχε καλό πλάνο όταν το κεφάλι της για ποδόσφαιρο μόνο θα έκανε! Είχε όμως ελπίδα, για αυτό την αγάπησα και εγώ, και μάλιστα της έκανα έρωτα το βράδυ! Πίστευε ότι δεν θα την έβγαζαν βορά στον λαό όπως τον Λουδοβίκο σε κλουβί, παρά σε άμαξα ανοιχτή! Και αυτή χάλια το έκανε το πάτωμα, μες στο αίμα γαμώτο!

Καλά για τον Ζαν (Γιάννης ελληνιστή) δεν κάνω κουβέντα! Μέχρι να τον φάει η άσπλαχνη Σαρλώτ, νόμιζε ότι ήταν Νεοϋορκέζος φουτμπολίστας, και προσπαθούσε να κάνει ρεκόρ στην κοπή κεφάλιών, στο όνομα της επανάστασης!

Μαχαιριά στο στήθος κατάκτησε, χιλιάδες κατάρες, και έναν πίνακα από έναν ζωγράφο που το όνομα του δεν θυμάμαι. Όμορφο στον πίνακα το πτώμα όμως σας διαβεβαιώ!

Έχω όμως και τα υπόλοιπα να σας διηγηθώ. Τα έζησα άλλωστε από κοντά! Ελπίζω μόνο, μην πέσω στα χέρια κάθε επαναστάτη ή αντεπαναστάτη ή πιστού, και να μπορέσω να σας πω και την συνέχεια!

Έχω να σας πω και για την γκιλοτίνα και το μέταλλο! Ακόμα για τον Ροβεσπιέρο και τους αντεπαναστάτες, για την επανάσταση κυρίως, αλλά και για την τρομοκρατία.

Ελπίζω να τα ξαναπούμε!

Κυριακή 27 Μαρτίου 2005

η μπανάνα πάντα ήταν καλή τροφή...

Παλαμάκια, παλαμάκια στου γιαλού τα βοτσαλάκια όπως έλεγα...

ή, …Ακου ρε μαλάκα φίλε μου, Νεκτάριε, πως μια ιστορία γίνεται Ιστορία….


...Το λοιπόν εγώ με τον ροφό καμιά σχέση, ούτε και με δελφίνι ποτές μου είχα...


Έτσι και οι ταξιδιωτικοί μου προορισμοί προσπαθώ να είναι ασφαλείς...
....ξέρετε, τα απαραίτητα μόνο, και μια εγγύηση ασφαλούς απόπλου και πλεύσης πρωταγωνίστρια πάντα, …ναυαγοσώστης στην παραλία βέβαια (φυσικά όχι από αυτούς τους fake, απ’ τους άλλους τους original μόνο), ασθενοφόρο παραδίπλα και Κέντρο Υγείας maximum στο χιλιόμετρο… τα ελάχιστα δηλαδή! Άσε που για όσους ξέρουν, δηλώνω ότι, υπάρχουν και σφήγκες, και μάλιστα, πολύ ξεδιάντροπες και επιθετικές!

...Απαραίτητη βέβαια επίσης η οργανωμένη πλαζ, με την ομπρελίτσα της, την ξαπλώστρα την σχετική, και στο βάθος το ανάλογο WC, και φυσικά πρώτο τραπέζι στην μπάρα reserve.

Το ταξίδι έπρεπε να είναι μόνο ταχύ και σύντομο....
....και ο σκοπός συγκεκριμένος.

Έτσι το λοιπόν μια μέρα του Αύγουστου... και αφού σιγουριά είχα ότι τον θερμοσίφωνα τον ανοίξανε εγκαίρως, και το νερό, της θάλασσας, 38,256 βαθμούς θα είχε όταν φτάναμε (το έχω καρατσεκάρει τόση πρέπει να είναι η θερμοκρασία της)…
…έκαμα το ατόπημα και πήγα στο "ΚΑΡΑΒΙ" (καράβι είναι μια γνωστή οργανωμένη παραλία κάπου προς τον βορρά ή κάπου όπου, της Αθήνας το πιθανότερο, και όχι κανένας σκυλοπνίχτης)
Μια χαρά ήταν το μαγαζί τελικά!
Πλάτσα-πλούτσα κάνανε όλοι, εγώ μια χαρά στην ξαπλώστρα μου ναυάγησα, progressive μουσική έπαιζε ή μπάρα, και η τεκίλα μου είχε τα σωστά παγάκια...

Η παρέα η καλύτερη, τα φιλαράκια μου παρόντα όλα , η συντρόφισσα η ιδιοκτήτρια της εταιρείας που τότε δούλευα, ο γκόμενος της, ο μικρότερος μου κατά 5 χρόνια, που τον άφησα να την πιάσει γκόμενα, τα δυο παιδιά της, ο Πέτρος και ο Θανάσης…και η καλή μας διάθεση οδηγός και φυλακτό συνάμα.!

Άλλωστε επιμένω, η γη είναι στρογγυλή…

…όλοι όμως ήταν άνθρωποι, που ίσως για λόγους διαστροφής, αγαπούσα....
Ο ένας γιος της, ήταν τότε, 15 χρονών, ο άλλος 19, και αυτή την έλεγαν Εύα...
Και τα δυο μαζί μικρά, την ηλικία μου φτιάχνανε, και επί δυο αυτό, το βάρος μου!

Γιάννη ηλικία και βάρος = (ηλικία μικρού γιου + ηλικία μεγάλου γιου) Χ 2

Το σίγουρο ήταν ότι τότε ήμασταν μια καλή παρέα, και η τεκίλα μου ήταν βέβαιο ότι είχε πια τελειώσει...

…Δεν έπινα μόνο εγώ, και οι άλλοι ίδια φάρα ήταν...

Πήγα το λοιπόν και το κανόνισα το θέμα….

«Φέρε ένα μπουκάλι τεκίλα κίτρινη (παλαιωμένη δεν είχαν), ένα τοστ και δύο milkshakes, εκτός από το τοστ, την τεκίλα , στην σαμπανιέρα με μπόλικο πάγο, και τα milkshakes καλά χτυπημένα» Έτσι και έγινε…
Αυτά είπα μόνο!
Η θάλασσα δεν ήταν κακή. Μόνο εγώ λίγο αλμυρή την έβρισκα, κάθε φορά λίγο πριν από τον πνιγμό μου!
Αποφάσισα το λοιπόν τελικά να παραμείνω στην ξαπλώστρα μου και στην τεκίλα με αλάτι!

...Έλα όμως που τα κάθε λογής τζόβενα θέλανε παιχνίδι!!!!

Αναρωτιόμουν, το λοιπόν, πως ίσως, μια μεγάλη απόφαση έπρεπε να πάρω.
....το κάνα τελικά το απέλπιδο!
Ξεκίνησα, και με χάρη, επικαλέστηκα κάθε τι που γνώριζα, και τον Πλάτωνα, και τον Χριστό, …θυμήθηκα και τον Αλλάχ που κάποιος φίλος μου μουσουλμάνος μου είχε μιλήσει, θυμήθηκα ακόμα και ότι έμαθα στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, ακόμα και ότι στα 15 μου, ότι δούλευα, σε μια φάμπρικα στην Νέα Ιωνία, και δούλευα μάλιστα, ως το ανερχόμενο τσιράκι του αφεντικού, όπως και τον εργάτη θυμήθηκα, που μου μάθε πως….
...την πρώτη ωρολογιακή μου βόμβα να φτιάξω!

Σηκώθηκα! Ναι όσο και αν ακούγεται απίστευτο, σηκώθηκα από την ξαπλώστρα την τιμημένη…

Έριξα ένα βλέμμα στην κοιλιά μου και είπα…

…Του πούστη ρε γαμώτο, θα επιπλεύσω...

Έτσι ξεκίνησε εκείνη η αποφράδα ήμερα... η συνέχεια, Παναγιά και κόλαση και κανά δυο άγιοι μαζί και ένα ξωτικό που είχε αρχίσει ήδη να γελά σαρδόνια ήταν!

Τελικά κατάφερα και στάθηκα ορθός.... απλά μόνο που με παραξένευε πως το σώμα μου συντονισμένο ήταν με την θάλασσα. Και τα δύο μας κάναμε πλάτσα πλούτσα....
Κοίταξα γύρω μου, άνεμο επικίνδυνο δεν είχε, κοίταξα και την ομήγυρη. Κατάλαβα ότι ήταν έτοιμοι για το χειρότερο...
Κανείς μας όμως δεν κατάλαβε τον κίνδυνο που διατρέχαμε όλοι μας!
....εκείνη την στιγμή πάγωσαν τα βλέμματα όλων. Αιφνίδια κάτι υποψιάστηκαν! Και τότε ο άνεμος κόπασε. Ήταν τόσο μεγάλη η σιωπή που ένας κάβουρας της άμμου σεργιανούσε να καταλάβει ότι πάντα ανάποδα περπατάει!
...Νομίζω έγινε και ο ουρανός γκρι, και η θάλασσα μαύρη.
Με έπιασε ένας γαμημένος βήχας τότε, που η μισή, ίσως και όλη, η παραλία, μου έφερνε νερό... Δεν θυμάμαι μόνο αν ήταν τα κύματα ή άνθρωποι!
Είπα ευθαρσώς τότε σε όλους με βροντερή φωνή…

…Σιγά μην τα ποτήρια τούτα όλα πιω μόνο… …και μόνος

Κεραυνός στον ορίζοντα η κραυγή μου, και εγώ συνέχισα το καλό να συντελέσω.

Τον κοίταξα από την κορφή μέχρι τα νύχια. Σίγουρα δεν είχε κάνει πεντικιούρ!
Εμένα ως γνωστό με λένε Γιάννη, αυτόν όμως Ηρακλή τον έλεγαν …και ένα και τίποτα ήταν ..
Η διαφορά μας ήταν ότι εγώ κατέφερα, έστω και με κόπο, να σηκωθώ από την ξαπλώστρα μου… αυτός ήταν όρθιος και τα μεροκάματό του ήθελε να βγάλει!

Έπρεπε όμως να συνεχίσω, το χρεώσταγα άλλωστε αυτό, σε όλους.
Κάθε ιστορία θέλει, έτσι κι αλλιώς, το άρωμά της!
Και για να μάθετε όλη την αλήθεια οι δικές μου πυτζάμες τον Ντόλαντ έχουν στάμπα (φανταστείτε όταν παραγγέλνω κάτι, και έρχεται τo deliver boy, να βγαίνω νεγκλιζέ!!! Θα τους κάνω όλους δογματικούς καλόγερους. Σε καμία περίπτωση!!!)!

Για αυτό, και την ψυχή μου την έκαμα κουράγιο...

Εδώ τώρα πρέπει να πω το τι συνέβαινε και παραδίπλα από την ιστορία! Η Εύα ζωντοχήρα ήταν, αγαπημένη μου φίλη μέχρι πέρυσι, 46 χρονών νομίζω τότε, ζωντοχήρα μεγαλοδημοσιογράφου, τα παιδιά τους καλά παιδιά, και ο νονός του ένα γιου ο Αντρέας νομίζω, του άλλου, άλλος μεγαλοδημοσιογράφος. Και οι τρεις μάπα καρπούζι!
Το κολλητάρι μου χρονών 32 και 115 κιλά, (το αντίπαλο δέος, άλλοι απλώς Νεκτάριο τον λένε), …ακόμα και για τους δυο τρέχω στα δικαστήρια....
(εκατομμύρια ήθελα και εγώ να βγάλω, το αμάθητο!)
Καμιά σημασία δεν έχουν τα παραπάνω, γιατί εκτός κειμένου τους αγαπώ, ακόμα και αν κάνουν λάθη ή και με πληγώνουν.
Το ζητούμενο δεν ήταν όμως αυτό.
Αλλά η ιστορία.
Το λοιπόν στην ρημάδα παραλία, είχαν και δραστηριότητες γαμώτο....
Δηλαδή και βόλεϊ...καμία τύχη! Τένις? Δεν το συζητάω καθόλου. Μόνο το γκολφ μου αρέσει άλλωστε - κάνεις καλές γνωριμίες - και να ξέρω ότι έχουν γιομίσει τις μπαταρίες από το αυτοκινητάκι σίγουρα!
Όλοι με έβλεπαν σαν τον δεινόσαυρο από το διπλανό μύθο που κάτι έπρεπε να κάνει…
…το έκανα το ατόπημα το λοιπόν…

-- ΜΠΑΝΑΝΑ --

Ξέρετε τι εστί η ΜΠΑΝΑΝΑ, και μάλιστα η μεγάλη και με 6 μποφόρ?

Εγώ δεν ήξερα! Ούτε και ρώτησα!

Ζήτησα να μιλήσω με τον καπετάνιο από τον Ηρακλή που μας πήρε τα άμοιρα ευρώ (ούτε ο Τιτανικός να ήταν για μένα)
Ήρθε ένας τύπος που μάλλον μιλούσε την Ελληνική, σίγουρα όμως δεν ψώνιζε όπου εγώ ψώνιζα συνήθως....
Αυτό δεν με ανησύχησε μπορώ να σας πω καθόλου…

Όταν του ζήτησα το manual και μου είπε ότι δεν είναι απαραίτητο, κανένα μανουάλι.... τότε ρίγησα.....

΄Όπως καταλαβαίνετε έχω περάσει δύσκολες στιγμές στην ζωή μου!
Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο άλλωστε, παράγγειλα για όλους σφηνάκια "το σπέρμα του μπάρμαν" και δύο milkshake.

Κάποιος κάτι έπρεπε να κάνει τελικά!

Καλά μου έλεγε ο Θανάσης, αυτό το κίτρινο ναυάγιο που έβλεπα στον ορίζοντα, ήταν η ΜΠΑΝΑΝΑ!

Φώναξα τον φίλο μου τον Νεκτάριο (μεγάλη η χάρη του, η κοιλιά του μεγαλύτερη από την δική μου όμως σίγουρα), φώναξα και την Εύα (αχ αυτές οι γυναίκες)… απαρτία είχαμε. Κοτζάμ ΔΣ παρών ήμασταν. Χρέη γραμματέα ο Πέτρος με συνοπτικές διαδικασίες…
φώναξα και τον μάνατζερ του "Καραβιού", και ζυγαριά του απαίτησα να φέρει να ζυγιστούμε, μην τάχα είμαστε υπέρβαροι…
Αυτό ξεπεράστηκε πάντως. Στα όρια της υδροδυναμικής ήμασταν όλοι μαζί ευτυχώς... ...που να το φανταστώ ο άμοιρος το υποδέλειπο?

....Έχετε δει μανιάτισσες μοιρολογίστρες? Από το χωριό της μικρής μου μάνας την Ωλένη Ηλείας έχετε ακούσει μοιρολόγι?
Τώρα θα το ακούσετε.

Οιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι μανούλα μου Αιιιιιιιιιιιιι καημένε κόσμο, Οχχχχχχχχχχ και το γραμμένο πρώτα Αι Γεράσιμε μου το πες, ΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ …Τι τον κήπο αγκάθια μου τα ‘καμες?
Εγώ μετά τα είπα όμως!

Αφού λοιπόν την επιστημονική μας γνώση περί πλευστότητας την εξαντλήσαμε πλήρως, είπαμε και που θα κάτσει ο καθείς (συμπληρωματικά σας ενημερώνω ότι κανείς δεν είχε ξανακάνει το ατόπημα να πάει tour με μπανάνα) και αγέρωχα αφού ζωστήκαμε όλοι τα σωσίβια (οι περισσότεροι το XXL παρακαλώ)...
...ζητήσαμε τις τελευταίες οδηγίες από τον "tour operator". Καλός άνθρωπος ήταν και σαφείς νομίζω!
«Κρατιόμαστε καταρχήν στην μπανάνα, είπε, και όταν το σκάφος στρίψει για παράδειγμα δεξιά, γέρνουμε και εμείς δεξιά.
Απλό και σαφές ήταν.
Ανεβήκαμε και οι εφτά οι ευλογημένοι! Ποιος, πως τάχα, να κάνει πίσω, ποιος να συνετίσει ποιον. Τουλάχιστον δεν είχε βγει απαγορευτικό για απόπλου. Μια χαρά ξεκίνησε πάντως η περιπέτεια. Τουλάχιστον όσο το ταχύπλοο πήγαινε ευθεία... Και να που ο ακατονόμαστος ο skipper, στρίβει δεξιά.... …εμείς πάντως όλοι μαζί σαν μια γροθιά γείραμε αριστερά.. Δυο μίλια τουλάχιστον από την ακτή...
Που να σας τα λέω που και να το βλέπατε το έργο!
Έχετε δει φάλαινες να βγαίνουν στην ακτή και μάλιστα να είναι η πλατεία στο κολωνάκι? Χειρότερα!
Εμένα δε… …με πήρε το κύμα και με έφερε κάτω από την μπανάνα, όλοι επικαλέστηκαν κάθε άγιο κάθε θρησκείας, γιατί όλοι ήξεραν ότι είμαι ικανός να πνιγώ και σε μια ντουζιέρα!
Ευτυχώς φορούσαμε όλοι σωσίβια.
Αυτό όμως που καταγράφηκε ως πιο σημαντικό εν τέλει, είναι ότι όλοι είχαμε καλή πλευστότητα....

--- ΟΛΟΙ ---

Όμως να ξέρεται εκεί αρχίζει η περιπέτεια!!!!!! Θεοί!!! Αυτό το μαύρο δεν θα το ξεχάσω ποτέ όμως! Και το χειρότερο, όσο πιο ξανοίγεσαι, παναγίτσα μου σκοτάδι είναι.
Εγώ ποτέ δεν μου κατάλαβα μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα ότι η θάλασσα δεν είναι μπλε, κατάμαυρη είναι μόνο, ούτε και από την δημόσια τηλεόραση είχα πληροφορηθεί κάτι σχετικό!.

Ότι και να νομίζεις, και ότι και να γράφουν τα βιβλία, όσο πιο βαθιά «κολυμπάς» τόσο πιο μαύρη είναι η «θάλασσα»!

Έλα όμως που το κατάφεραν και με σώσανε!
Αλλά προφανώς, δεν γνωρίζετε ότι ένας θαλάσσιος ελέφαντας, πόσο δύσκολό είναι να ανεβεί ένα βουνό, ή ένας ινδικός ελέφαντας να ανέβει σε μια μπανάνα!
…και καλά εγώ ανέβηκα κάποτε, κάπως!
...η Εύα είχε φρικάρει τόσο που ήθελε να μείνει στην μέση της μεσογείου και να στείλουμε ελικόπτερο να την διασώσει... της φώναζά εγώ... έλα καλή μου, έχω διασωθεί προσωπικά... τη και αν τα γομάρια, τα παιδιά της, να της λένε έλα μαμά πάνω στην μπανάνα, και να με τσιμπάει κάποιος, τι και αν ο καλός της και να έπεσε στην θάλασσα και τσουνάμι έφτιαξε...ανένδοτη!
Ο "Skipper" στον καλό τον κόσμο του παγωτού ήταν, και περίμενε να έρθουν να τον διασώσουν από το δράμα μας…
...και όμως έφτασε τελικά, η κρίσιμη στιγμή!
Κάτι έπρεπε να κάνω και γρήγορα! Φώναξα σκασμός (μόνο ο Θανάσης φώναξε πιότερο και ο Πέτρος μπινελίκια έριχνε).
Το βλέμμα μου μόνο στην Εύα το είχα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Έπρεπε να επικαλεστώ το μέγιστο. Έτσι κι αλλιώς ήδη η παραλία όλη μαζί μας γελούσε και τα παγάκια στην σαμπανιέρα κινδύνευαν να κάνουν την τεκίλα σούπα…
…κάποιοι είπαν ότι κεραυνός εν αιθρία ήταν. Εγώ γνωρίζω ότι ήταν η φωνή μου. Γύρισα στον Νεκτάριο (τον γκόμενο της, φίλο μου, και τώρα άντρα της) και κοφτά του είπα:

Νεκτάριε άσε τις μαλακίες και κολύμπα!

Κατάλαβε ότι δεν είχε καμιά άλλη επιλογή επιτέλους. Μόνο που κολύμπησε 4 εκατοστάρια πεταλούδα και ακόμα τον ρωτάω γιατί, γύρω-γύρω σαν λευκός καρχαρίας!
Η θέση μου όπως καταλαβαίνετε ήταν ήδη πολύ δυσχερής. Χειρότερο ήταν ότι τώρα πια ο Πέτρος είχε μπει στην κεφαλή της μπανάνας… …κατά λάθος ίσως!
--- Τα λεπτά όμως περνούσαν βασανιστικά. Όπου και να κοιτούσα έβλεπα γαλάζιο και ήταν ουρανός, μαύρο και ήταν θάλασσα. Θύμωσα και έβγαλα μια κραυγή:

ΕΥΑ ΘΑ ΠΕΣΩ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΑΧΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!...

Πάγωσαν όλοι.... ήξεραν ότι ήμουν ικανός να το κάνω…
Το χειρότερο όλο ήταν ότι ή Εύα δεν πτοήθηκε καθόλου. Δηλαδή εγώ έπρεπε τώρα και να βραχώ ο παρολίγον πνιγμένος και πάλι, κανείς στην παρούσα συνθήκη δεν εκλάμβανε ότι εγώ το ζήτησα το manual, θα έπρεπε όμως να βοηθήσω την Εύα να ανέβεις στο σκάφος, διάλεξα απλώς να την παροτρύνω! Έβγαλα φωνή πιο βροντερή ακόμα, και είπα, »κάτσε κι, και κάνε αν θες απολέπιση προσπαθώντας να ανέβεις στο σκάφος, εγώ, το πολύ-πολύ να αφήσω ως απόβαρο τον Νεκτάριο…
»Τα "παιδιά", σου υπόσχομαι, θα τα βάλω να κοιμηθούν στις τρεις, και την τεκίλα θα την πιο μόνος μου!
Ποτέ μου δεν θα ξανανεβώ σε μπανάνα! Κατέφτασε όμως η ψυχραιμία και 4 ναυαγοσώστες!
Δεν ήταν για μας τελικά, κάτι γκόμενες είδαν στο βάθος και αριστερά και απλά μας προσπέρασαν!
Με κόπο και βάσανο, μάλιστα δεν θυμάμαι ακριβώς, με κάποιο τρόπο πάντως, ανέβηκε και η Εύα, και ο Νεκτάριος στο ταχύπλοο. Ο Πέτρος μάλιστα, έκανε και τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τον skipper! Ξέρετε τώρα, θα στρίψεις παντελώς αργά του είπε, και μόνο ευθεία θα τραβήξεις! Άλλωστε το κατάλαβες νομίζω, συνέχισε, εμείς είμαστε ευθείς! Κάτι που δεν το έπιασα ακριβώς εκείνη την στιγμή ήταν το πώς βρέθηκε ο Θανάσης οδηγός και καραβοκύρης. Μάλλον, έτσι έπρεπε να γίνει γιατί ήταν ικανός άντρας! Και να που την ευθεία την χαράζουμε και τραβάμε για την ακτή! Εγώ πίστευα ότι την Ινδία ξεκινήσαμε να βρούμε, αλλά το έκανα γαργάρα, και δεν είπα λέξη σε κανέναν. Έλα όμως, που ο skipper το γκάζι πάτησε, και ας ήταν και ευθεία η διαδρομή! Το τι μπινελίκια άκουσε από τον Πέτρο, ακόμα και μέχρι σήμερα ο Διάβολος ο ίδιος από ντροπή και όνειδος, ακόμα γράφει στον μαυροπίνακα την τιμωρία του. Πάντως τελικά φτάσαμε στην ακτή. Νομίζω η Ινδία ήταν. Νομίζω μάλιστα, οι ιθαγενείς μας χειροκροτούσαν. Μετά πάντως από σκέψη ώριμη, καταλήξαμε σε κοινή θέση! Θα πίνουμε μόνο τσάι και τον Νεκτάριο δεν θα τον ξαναφήσουμε οδηγό. Μια μειοψηφία μόνο είχαμε!

* Κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και τόπους είναι απολύτως εσκεμμένη

* Ευχαριστώ την Κυριακή για την γόνιμη συμμετοχή της

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2005

Και αν τον θάνατο συνάντησα νύφη νόμιζα ήταν...

Αίμα, παραδόξως, πορφυρό και αναστεναγμός, …κοντά δυο λίτρα, στο στρώμα που έρωτα έκαμα, μελάνι μου έκαμα. Και μια κόρη αντάμα βρύση να λέει ότι είναι η πληγή! Σε μούσκιο, σε χολή και σε μαράζι, ο Παρθενώνας μου λάσπη έγινε! Ένα νταμάρι μια ζωή, όνειρα να βγάζει, και διπλανό νταμάρι εκείνο που τσιμέντο μόνο φτιάχνει. Χορευτής, άχαρος, μα τιμημένος, με δάκρυα για γαρύφαλλα στα πόδια μου πεταμένα να προσπαθώ. Συνάντησα και τον λύκο του παραμυθιού. Gay ήταν, και δειλός, περισσότερο. Το χάραμα, χαρακιά, στην πέτρα της πατρίδας που ποτέ δεν είχα, είδα. Μια ντουντούκα παλιακιά, από ερειπωμένο σπίτι, βρήκα. Μικρόφωνο ασύρματο εγώ την είδα. Την εθνική όμως δεν την διάβηκα ποτές. Ούτε και του Άρεως το Πεδίο. Στο κάτω-κάτω, ο ακατονόμαστος, του πολέμου θεός, δεν μου άρεσε σαν άντρας, και τους συνδικαλιστές του καπιταλισμού τους σιχαίνομαι. Το χειρότερο, ο πατερούλης μου φρόντισε πριν από κοντά μου φύγει, το 9 mm μου, να το πετάξει για τον θάνατο και τον πόλεμο, μην τους σκοτώσω. Για τους συνδικαλιστές και του έρωτα και του εργάτη, χέστηκε. Και εγώ!

Ακούει κανείς;

...σίγουρα δεν είναι καλό... να αμαρτάνεις

Αμαρτία μεγάλη έχω κάνει, δεν φοβήθηκα παρά μόνο τον εαυτό μου. Και έναν εφιάλτη παιδικό όμως, μια νταλίκα που πήγε να με σκοτώσει, και το κρύο, όταν έφηβος, χειμώνα, με μηχανή από τον Διόνυσο στην Ομόνοια γυρνούσα. Λάθη έχω κάμει πιότερα όμως. Ένοχος, την καταδίκη, κατάρα σε μένα είναι κάθε μέρα, νέα καταδίκη να ‘ναι. Πώς να περπατήσεις όταν στο ειδώλιο κάθε μέρα πρέπει να καθίσεις. Πώς ότι αγαπάς να το υπερασπίσεις, όταν κάθε μέρα απολογείσαι. Κάτι νύχτες μου μείνανε μόνο και σκουτιά ονείρων σκονισμένα. Ευτυχισμένος είμαι όμως γιατί με αγαπούν και μου φωνάζουν. 40 χρόνια πέρασαν σχεδόν, να καταλάβω ότι η αγάπη φωνή οργισμένη είναι. Στη δύση την δική μου τώρα, την ανατολή φοβάμαι.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2005

...untitled

Ήταν ζεστός ο μήνας,
ημέρα Παρασκευή, 2 του Ιουλίου το 2004 η αποφράδα ημέρα,
λίγο, μόνο λίγο, πριν το νυχτολούλουδο ανθίσει
χυμούς και οράματα νέας αρχής
θνητών θεών την ψυχή να πλημμυρίσει
το ξημέρωμα τότε κίνησε του δικού μου γένους ο Πατριάρχης,
το γύλο της ψυχής του από βραδύς όμως ετοιμάζει
…μα να! …πριν ο γέρος ήλιος στον θρόνο του καλοκαθίσει
τους γόνους τους όραμα και θήραμα,
ευχή και κατάρα στη σκιά τους αφήνει
Ησύχασε άνεμε,
και εσείς πουλιά σωπάστε,
σύννεφα μεριάστε…
…τον οδοιπόρο τούτον της ζωής,
στεφανώστε νικητή μόνο…
…το δικό του κέρας αλαλάζει…
και τα πνευστά τα άλλα, μόνο το καλό της ζωής του είναι
…και ότι λείπει, η δική μου συντριβή!

…το ίχνος του πάντα όμως θα με συντροφεύει…

Στον πατερούλη μου.

Έχω δυο μεγάλες αγάπες...

Η μια το βιολοντσέλο είναι, και η άλλη το μπουζούκι. Δυο τρόποι, μια μουσική. Εγώ, ο οργανοπαίκτης! Εσείς, το κοινό, που σας προσβάλω με τα φαλτσαρίσματά μου. Και γαρίφαλο στο αυτί, και ρόδο στο πέτο. Σε κήπο έμορφο μόνο όμως! Του δικού σας δηλαδή.

Σας ευχαριστώ...

και λίπασμα δικό μου, και κούρδισμα, υπόσχομαι να το κάνω!

Ένα ταγκό και ένα ζεμπέκικο σας χαρίζω.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2005

Ας κάνω ένα restart...

Και να που τώρα φοβισμένος, στο μυαλό μου κάνω παρέα. Μικρός θυμάμαι τα όνειρα μου και οι εφιάλτες μου πρωταγωνιστές νωθρούς είχαν. Τώρα; Αυτά πρωταγωνιστές είναι! Την ζωή και αν δεν την πρόλαβα, ζωή πάντα ήταν. Τα όνειρα γιατί να είναι ζωή; Ας περπατήσουμε μαζί… τον μίτο για να βρούμε. Αρχίδια! Και τα πουλιά φαγητό το κάναμε. Και τα βουνά μπάζα, στην πρόοδο ποιου τάχα γένους, κάναμε! Θα σύρω για ένα πανηγύρι. Και σαν δεν το βρω, εγώ θα το φτιάξω. Έλα κοντά μου, ένα χασάπικο το βήμα να κάνουμε. Μην φοβηθείς τα βήματα, θα τα έχουμε πει! Την διαδρομή μαζί και αυτήν ας διαλέξουμε. Και αν του δήμου το σκουπιδιάρικο από πάνω μας θελήσει να διαβεί και εμένα και εσένα δεν θα τρομάξει! Και το όνομα και την χάρη έχεις… Πέτρο

...to be continued

Μαλώνοντας...

Και να που με την μέρα μάλωσα. Αντίδικοι σχεδόν από βεντέτα παλιακιά μπορεί. Στο εφετείο τελικά με πήγε. Μάρτυρα τότε κι εγώ, κάλεσα τις νύχτες μου όλες. Στημένο ήταν και αυτό, στημένη και η δίκη. Τσαντίστηκα και τα χρώματα όλα να τα βγάλουν έξω απαίτησα. Στα όνειρα, της δίκης, αίσθηση του λαϊκού, χαμογέλασα ζητώντας τους να σωπάσουν. Του συνηγόρου μου το αυτί το φίλησα στην άκρη του λοβού του τότε. Μεγάλος άνθρωπος θυμάμαι, σεβάσμιος, σχεδόν πατούσε πια τα πέντε. Με είχε γουλαντρίσει κανονικά. Σωστές οδηγίες, την γραμμή την υπερασπιστική, μου την είπε με το νι και με το σίγμα. «Θείε, μου είπε, μόλις τελειώσουμε, θα πάμε λούνα πάρκ;» Βλέπετε ήταν και Ορέστης και Μαρίνης. Στο άκουσμα του υπερασπιστικού χειρισμού, πάγωσαν τότε όλοι, και οι Δικαστές και η αντίδικος, και οι λαϊκοί. Κατάλαβαν ότι πλέον δεν ήμουν μόνος, στην πλεκτάνη ανυπεράσπιστος! Ήταν πια κοινή αίσθηση! Η ζυγαριά προς το μέρος μου γυρνούσε! Τα όνειρα με μιας, σε τρελό χειροκρότημα, και με ιαχές θυμάμαι, τον ενθουσιασμό τους ζωγραφιά τον κάνανε. Οι δικαστές μου τότε, σήκωσαν φακέλους, από ιστό αράχνης καμωμένους, τον λόγο τον μεταξύ τους… να κρύψουν. Για μια στιγμή φοβήθηκα, καμιά άλλη, ποτέ…

…to be continued

Σάββατο 19 Μαρτίου 2005

Κάτι για να λέμε...

Είμαι κάτι ασήμαντο, είμαι και κάτι μικρό. Κοιτώ γύρω μου, πόσο σημαντικά είναι όλα. Για μένα πιο πολύ ακόμα. Κοιτώ και μέσα μου, και αχ είναι. Ότι λάτρεψα το ίχνος μου δεν μπορώ να του το αφήσω. Το νοιώθω. Κοιτώ, πάλι και σκοτάδι και αστραπή βλέπω. Τα αρώματα του κήπου μου, αυτού ντε, που ποτέ δεν κατάφερα να σιάξω, βουή και αντάρα γίνονται! Μέθη τάχα απ΄ το όνειρο ή απ΄ την βουή του κόσμου μήπως. Φθινόπωρο θαρρώ πως τότε ήταν, και 20 χρόνια πριν μπορεί, νομίζω στις 3 ξημέρωμα ήταν. Νοτιάς θυμωμένος παρέα μου ροβολούσε, να έτσι, όπως και εγώ τώρα, πιο νεκρός και από τους νεκρούς, αγώνα άνισο για ζωή κάμω . Ερημιά, και το φεγγάρι, θυμάμαι, κοπάνα από τα δρώμενα είχε κάνει. Δρόμο του Βύρωνα περπατούσα, και τις λεύκες της πλατείας, λουλούδια τα φύλλα τους να μου σκορπούν, παρέα μου είχα. Συνοδοιπόρος μου μια κατσαρίδα ήταν. Το βλέμμα μου πάνω της είχα συνεχώς. Την μια στιγμή απειλή για μένα ήταν, την άλλη το βήμα μου να συνχρονίσω, στο βήμα της προσπαθούσα. Μια ζωή μου πήρε να καταλάβω, δέκα να δεχτώ ότι με είχε χεσμένο! Στην μέση του δρόμου περπατούσα, μπροστά μόνο όμως νόμιζα κινούσα. Και τότε ήξερα για τα βλέμματα, πίσω από της ψυχής τις γρίλιες, που με κοιτούσαν. Από τότε ομολογώ, στους σύγχρονούς μου, ψωνάρα ήμουν. Μια ροβολιά το γαμώτο είναι, έτσι και εγώ την σβούρισα! Ένα χαμόγελο και ένα σβούρισμα, τα δάκρυα, βροχή αιφνίδια, τον έρημο δρόμο να ποτίσω έκαμα. Στα 9 καρέ την κίνηση και την ζωή την σταμάτησα Γύρισα πίσω τα ανάδρομα. Πάγωσε τότε το πλάνο. Τα χέρια είχα και την ψυχή νομίζω σε διάταση. Και είδα την ερημιά

My solitudine


…to be continued

Σάββατο 5 Μαρτίου 2005

… Τελικά… κίνησα για το σπίτι μου!

Έτσι και αλλιώς, σεργιανούσα ενίοτε, είτε στο Κολωνάκι, είτε στα Εξάρχεια, άχρηστος πάντα δρόμο να διαλέξω.
Άσε δε, που σημασία έχει το ταξίδι, καθώς είπε κι ο Άλλος. Δεν λέω, άδικο, δεν είχε! Όμως, αυτό μοιάζει, κάπως, με το γαμήσι. Άμα ρε παιδί μου δεν πετύχει… κούραση και ιδρώτας μόνο… είναι η διαδρομή. Έτσι το λοιπόν, κι εγώ, κάθισα και σκέφτηκα. Πριν καλά-καλά όμως το σκεφτώ το όλον, και καταλήξω, (δεν το συζητώ καν, το να το καταλάβω) σπίτι μου… δεν βρέθηκα!
Άλλο ένα άσχετο: Πάντα, θυμάμαι, κοίταγα προς τον ορίζοντα! Και σκεφτόμουνα, και χειρότερα… τόλμαγα και έλεγα ο αδαής:
Πως άραγε είναι να τον διαβείς και να τον ορίσεις τούτον εκεί… τον εκτενή;
Κοίταξα δειλά σχεδόν, δίπλα μου.
…Γαμώτο… δεν ήμουν μόνος!
Άνθρωποι, (κάθε καρυδιάς καρύδι… …και ο παππούς μου ήταν θαρρώ) …τον ορίζοντα αγνάντευαν!
Να πω την αλήθεια, αυτό δεν με χάλασε. ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ! Με φόβισε!
Έκανα το λοιπόν τότε, ένα βήμα μπροστά. Τώρα πια, ήμουν σίγουρος! Αυτός, ο ορίζοντας, ήταν ο δικός μου. Έτσι κι αλλιώς, πια, κανέναν δεν έβλεπα δίπλα μου, πίσω μου αυθαίρετα τους άφησα έτσι κι αλλιώς όλους. Έτσι και (Ok, έκανα κι εγώ ένα λάθος), δεν καταλάβαινα πια, ότι αυτοί συνέχιζαν και με «έβλεπαν», ενώ εγώ όχι πια. Εκτός, από κάποιες στιγμές της ζωής ή της μέρας μόνο.

Τότε που οι σκιές με συναντούσαν. Οι σκιές αυτών των ανθρώπων ή των καταστάσεων… ή… επιλογών, που με το δικό μου βήμα μπρος, άφησα πίσω.
Είπα λοιπόν, αφού να τον συγκεράσω τον ορίζοντα δεν μπορώ, μήτε και να τον διαβώ, …τότε είπα να τον μετρήσω!
Νομίζω, τότε, έχασα το μέτρο!

ΜΕΤΡΟ: 1991
Από Ομόνοια προς Πευκάκια.


Το ταξίδι είχε, έτσι κι αλλιώς, ευγενή σκοπό! Έπρεπε με κάθε τρόπο να αδράξω, είτε τις εντυπώσεις, είτε αγάπη, είτε χρήματα!
Ε, ναι. Τελικά ψιλοπαραδίπλα έπεσα… προεξόφλησα… τον θάνατο!
Να πω την αλήθεια, αυτό δεν με χάλασε. ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ! Με φόβισε!
Τότε κι εγώ, …το λοιπόν, σήκωσα το βλέμμα μου. Έ, το μόνο που είδα, το μόνο που άκουσα, το μόνο που ένοιωσα, ήταν στο απέναντι παράθυρο, το μέτρο πως εναλλάσσεται με το μέτρο στο ΜΕΤΡΟ. Και έτσι, τότε, λοιπόν κι εγώ, έγειρα το βλέμμα μου, στη γη.
Κι τότε είδα! Είδα εκείνη τη τέλεια Gucci γόβα, φορεμένη σε πόδια ονειρεμένα, που ποτέ το ταξίδι των ματιών πάνω τους, δεν θα ήθελα να τελειώσει!
Κάθε ταξίδι όμως έχει προορισμό!
Ο δικός μου ήταν τα ΠΕΥΚΑΚΙΑ. Έτσι και εγώ σταμάτησα να μετρώ το μέτρο, …σταμάτησε όμως και το ΜΕΤΡΟ…
Ακολούθησα τότε, τα βήματά της. Για κάποιο λόγο, αισθάνθηκα, ως χρισμένος λυτρωτής. Πόθος και πάθος, έρωτα καμώνανε νομίζω.
Άσχετο: Θυμάμαι την πρώιμη σεξουαλικότητά μου. Για κάποιο λόγο που ίσως εγώ δεν είμαι καθόλου ικανός να εξηγήσω, (θα ‘ταν, δεν θα ‘ταν θαρρώ, οι χρόνοι της πρώιμης εφηβείας…) διαισθανόμουν.
Ότι υπήρχε, ήθελα να το γευθώ. Ήθελα και να το τρυγήσω.
Αρχίδια! Δύο λάθη ταυτόχρονα!
Σταμάτησα. Έκλεισα τα μάτια. Προσπάθησα να ζαλιστώ μόνο με το άρωμα της ζωής. Θεοί! Τη γλυκιά μυρουδιά! Δεν την άντεξα! Κοίταξα προς τον ουρανό τότε. Κοίταξά και προς τη γη. Στο μέσο τους, είδα το κενό!
Ευθαρσώς, ομολογώ, ξέχασα και τις Gucci γόβες, και τις αρχές μου. Το μόνο που έμοιαζε σημαντικό, για μένα εκείνη τη στιγμή, ήταν το πώς θα μπορούσαμε με έρωτα τον πόθο, με πάθος να τον γευθούμε.

Παρενθετικός ο λόγος, παρένθεση και αυτό στη ζωή μου ήταν.

Αυτή η παρένθεση όμως ποτέ δεν έκλεισε. Κάποιοι είπαν ότι ποτέ δεν άνοιξε. Εγώ, νοιώθω όμως ,ότι παρένθεση της ζωής μου, τα ρέστα της ήταν. Ούτε και έγινε ποτέ κάτι, ούτε το διαπραγματευτήκαμε έστω, ούτε ο έρωτας, ούτε και ο πόθος, κοντά, ποτέ δεν μας έφερε! Ούτε και με νοιάζει που τα μάτια μου μόνο υγρά είναι.
Θα σφάξω στο γόνα, όμως, όποιον/α κάνει υγρή τη ματιά, όταν την ζωή, για όποιο λόγο, ζωή δεν μπορείς να την κάνεις…
Το απελπιστικό του πράγματος, ήταν, ότι βιώνοντας τα παραπάνω, έχασα τον βηματισμό μου.
Έχασα και το αντικείμενο του πόθου, έχασα και τον προορισμό! Είχαμε φτάσει πια στην Νέα Ιωνία.
Και να φανταστείς, ότι όλα, μόνο στο μυαλό μου ζήσαν!

ΞΗΜΕΡΩΜΑ, Απρίλιος, 1919, Κωνσταντινούπολη.

- Σταύρε… η έλληνες πάντα τόσο πάθος είχαν;
- Πόθος μόνο είναι, για αυτό και μόνοι τους τρομάζουν! Θα θελα, τα κόκαλα μου όμως, εκεί μόνο, στον τόπο μας… να ταφούν, γιατί με πάθος θα τα φυλάνε!

ΞΗΜΕΡΩΜΑ, Απρίλιος, 2025, Αθήνα.

Κάποια μέρα, σε παλιακούς καιρούς, έγλειψα τη κρύα επιφάνεια ενός καθρέφτη για να γευθώ την εικόνα μου. Δεν την απόλαυσα τελικά! Κατάλαβα όμως, εκ του ατελέσφορου, γιατί, ένα νεκροταφείο, πια, έχει ενθυμήματα (κατά άλλους τάφους), όχι από λευκό μάρμαρο, αλλά από Τιτάνιο.
Θα σας μιλώ, για να σεβαστώ και τον χώρο, για λίγο, ψιθυριστά! Σχεδόν τα χείλια μου θα ακουμπούν στο αυτί σας, και αν η άκρη της γλώσσα μου, σας γευθεί φιλήδονα, ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ με.
...Έρχονται ιερείς…
Φυσικά, γνωρίζετε ότι επικρατούσα, πια, θρησκεία είναι οι, βερμπαλιστές.
Όπως όλοι θυμάστε, από τους κάθε λογής προφήτες, γλιτώσαμε, το 2020. Της πουτάνας έγινε τότε λένε. Ξέρετε, μιλώ για αυτό το χαριτωμένο στιγμιότυπο της ιστορίας. Τότε που εκείνος ο παπάς ή πάπας, ή something, φταρνίστηκε.
Έγειρε, το λοιπόν, από το θρόνο του προς το secretary desk, να βγάλει… ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τη μύτη του.
Τότε είδαμε όλοι τον πάπυρο τον αρχαίο που του έπεσε, νομίζω από το spa saur. Σχεδόν παγκόσμιο κείνο το χαμόγελο ήταν. Τότε, λένε, μάθαμε ως γένος, ότι οι θεοί βαλσαμωμένοι πάντα ήταν. Και καλός και κακός συνάμα πάντα, όπως το σφυρί το μέταλλο, σπαθί της κάθε εξουσίας, στο αμόνι πάνω κάνει. Σημαντική στιγμή για την ανθρωπότητα.
Εγώ τα ξέρω αυτά από τα βιβλία της ιστορίας βέβαια.
(έτσι κι αλλιώς στο παρελθόν με είχα φτιάξει)
Ο δικός μου, όμως, γέροντας, τούτα, που εγώ σας λέω, τα χε ζήσει. Πότε όμως δεν μου τα αφηγήθηκε. Τα είχε αφήσει απλώς να αιωρούνται… σχεδόν, όπως στη γνωστή αρχαία τραγωδία, ξέρετε, αυτή που, από τους λόγιους, ποτέ δεν έγινε αποδεκτή...

Μούγκα το λοιπόν, ο κολόγερος, ολόγερος και θεριεμένος!

Για έναν άνεμο μόνο μιλούσε. Τον άνεμο που συνεπαίρνει και τη ζωή και το μυαλό! Εγώ, τίποτα δεν άκουγα! Την ανάσα του, ροδανθούς άρωμα και μπόχας ίχνος συνάμα, άνεμό μου τον ήθελα!
Μου είπε βέβαια και κάτι με ψιθυριστή φωνή που στα αφτιά μου ιαχή εφάνει:

- Αγόρι μου, εσύ, είσαι… μεγάλη πουτάνα! (?)

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2005

Απάγκιο ήταν και αυτό...

Κλεισμένος σ΄ένα δωμάτιο, γεμάτο καπνούς χωρίς παρέα.
Τι να με περιμένει;
Ας ετοιμαστώ για όλα το λοιπόν.
Μην ξεχάσω να περάσω κι απ΄το SOTRIS.
Να θυμηθώ... 18 φορές νομίζω, κατέβηκα τις σκάλες του, 180 φορές αναρωτήθηκα πως τους φτιάχνουν πια τους ανθρώπους.
Τουλάχιστον, βρήκα ένα λινό παντελόνι PRADA, και ήρθα ο άνθρωπος και βγήκα από το αδιέξοδο, το υπαρξιακό.
Πολλά τα σκαλιά όμως και πείνασα.
Κίνησα το λοιπόν για Μηλιώνη και το Πρυτανείο. Δέκα χρόνια τώρα, ρε κορίτσι, ο ίδιος, ο "συνταξιούχος" μαιτρ. Θυμήθηκα ότι τον βλέπω τα τελευταία δέκα χρόνια και το κάνα γαργάρα.
Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά, γιατί να πω, και την χαζή αλήθεια, δεν τους πολύ γουστάρω τους παροικούντες, έτσι κατάντησα και με βαρέθηκα τελικά, κοιτώντας δήθεν, πάντα ψηλότερα.
Μεγάλη νίκη! Ατερπής πρόσφυγας ονείρων μάλλον, αποτυχημένη έκδοση προλετάριου και μικροαστού ίσως.
»Α… να θυμηθώ να ρωτήσω κάποιον για αυτό.
Αμήχανα κοιτώ τον ήλιο τότε, ρολόι, έτσι κι αλλιώς δεν έχω. Μήτε και χρόνο!
Έσυρα τότε κι εγώ τα βήματά μου, αγνοώντας τα θέλγητρα ενός καλού γεύματος, προς την Τσακάλωφ, με το άγχος, όμως πάντα, του αργοπορημένου, που πάση θυσία πρέπει να φτάσει εκεί που έχει τάξει… ή τον έχουν τάξει,. Δεσμευμένος πάντως στις αγωνίες μου, ότι στην διαδρομή, θα βρω τον προορισμό συνέχισα. Ένα παγκάκι βρήκα τελικά και έκατσα.
Απάγκιο ήταν και αυτό.
Παρ΄ αυτά, ανέσυρα ένα Cohiba Robusto να απολαύσω, αυτό, αντί τα όνειρά μου.
Γαλάζιος έμοιαζε ο εκ της εκπνοής μου ο πόθος, γαλάζιος και ο καπνός.

Solitudine.

Τον θάνατο και να τον συναντήσω τώρα ή αύριο, δεν θα τον αγαπήσω. Μήτε και τη ζωή όμως. Ούτε και θα μισήσω ότι. Ότι αγάπησα και αγαπώ έχει όνομα, είναι και διαδρομή, είναι και άνεμος, πάντα όμως, με αγάπη θα το συλλαβίζω, πάντα θα θέλω να την διαβώ.
Ευχαριστώ τους συνοδοιπόρους μου. Και στη μοναξιά, όταν άνθρωποι είχαν ή έχουν δικαίωμα στη διάθεσή μου, δικαιωμένος και στον νου και στην καρδιά νιώθω!