Η γη και η ζωή είναι πάντα μεγάλη
αρκεί να βρεις το μονοπάτι το χαραγμένο
κάποια σημάδια ομορφιάς πίστης και γαλήνης
έχει και δειλινό και ξημέρωμα
και μια συντροφιά πάντα πρέπει
τι, την έρημο σεργιανάς,
τι, και την ζούγκλα
ένα χέρι θέλει μόνο
που να το χαϊδεύεις χωρίς φόβο
αρκεί μια ανάσα, ένα γέλιο και ένα δάκρυ
και τα ποτάμια κάνουν τότε πίσω
και η θάλασσα γίνεται στεριά
σημαία δεν θέλει
κάτι να νοιώσεις μόνο, κάτι με αγάπη να το φιλήσεις!
Τέλος: ο σκοπός μιας ενέργειας/ών. Σκοπός κάθε γένεσης είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας του «δυνάμει όντος»
σε πραγματικότητα σε «ενεργεία ον». Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτα μάταιο, τίποτα που να μην είναι τέλειο.
Αριστοτέλης
σε πραγματικότητα σε «ενεργεία ον». Στη φύση τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτα μάταιο, τίποτα που να μην είναι τέλειο.
Αριστοτέλης
Πέμπτη 28 Απριλίου 2005
Τετάρτη 27 Απριλίου 2005
Καλώς τους βάρβαρους!
Καρικατούρα και εγώ της ζωής είμαι...
σαν τον καραγκιόζη που χορεύει το δικό του χασάπικο...
σε μια ορδής τα βήματα
λιθάρι στεγνό από κάθε δροσιά
και άμμος που εύκολα σκορπιέται
στον άνεμο τον μικρό μικρότερος...
ένα βήμα το έκανα δέκα και δέκα βήματα ένα
μια προσευχή κατάρα
και καπετάνιος έγινα σε έναν σκυλοπνίχτη...
Κάτι σαν μια μόνο ραγάδα σε κορμί θεϊκό...
και μια ροχάλα μεγάλη σαν τάλιρο παλιακό
ένα κατάρτι χωρίς πανί και άνεμο γιομάτο...
σαν τον καραγκιόζη που χορεύει το δικό του χασάπικο...
σε μια ορδής τα βήματα
λιθάρι στεγνό από κάθε δροσιά
και άμμος που εύκολα σκορπιέται
στον άνεμο τον μικρό μικρότερος...
ένα βήμα το έκανα δέκα και δέκα βήματα ένα
μια προσευχή κατάρα
και καπετάνιος έγινα σε έναν σκυλοπνίχτη...
Κάτι σαν μια μόνο ραγάδα σε κορμί θεϊκό...
και μια ροχάλα μεγάλη σαν τάλιρο παλιακό
ένα κατάρτι χωρίς πανί και άνεμο γιομάτο...
Τρίτη 26 Απριλίου 2005
Έτσι... κάτι για να λέμε!
Θέλω μια αγκαλιά και ένα φιλί
στην πληγή μου γιατρικό,
τον ήλιο παρέα με ένα γνωμικό,
ένα ποτήρι δάκρυα και μια καλή κουβέντα νύφη!
Ένα γιατί μόνο με το γιώτα
και έναν γκρεμό καθάριο δηλαδή.
Πώς να ανασαίνεις στο κενό και πως το κενό να κάμεις ανάσα;
…
στην πληγή μου γιατρικό,
τον ήλιο παρέα με ένα γνωμικό,
ένα ποτήρι δάκρυα και μια καλή κουβέντα νύφη!
Ένα γιατί μόνο με το γιώτα
και έναν γκρεμό καθάριο δηλαδή.
Πώς να ανασαίνεις στο κενό και πως το κενό να κάμεις ανάσα;
…
Κυριακή 24 Απριλίου 2005
Τα άνθη του κακού...
Μια ζωή και μια νότα…
μια σκηνή, ένας εργάτης, μια αξίνα, και ένας εργοδηγός...
έτσι περιγράφουν οι κομουνιστές την ζωή...
Εγώ όνειρο πάντα είχα το όνειρο,
και την ελπίδα ότι τρομοκράτης θα γινόμουν...
Έγινα όμως λάσπη και εμετός
από ανθρώπους όμορφους καμωμένους...
αλλά και ανακούφιση όταν με ξέρναγαν
και γλίτωναν από την βρωμιά μου...
Μεγάλη χαρά για μένα...
χρυσό έκανα τα φλέματά μου
και διαμάντια τα δάκρυά μου...
Την λάσπη και τον εμετό όμως δεν τον νίκησα...
κουφάρι με άφησα να θυμίζω την ανάσα τους
και δυο φιλιά σε κωλόχαρτο αποτυπωμένα
όταν τα χείλη μου έβαψα με χρώμα
κόκκινο από αίμα καμωμένο....
Να με αρνιούνται ναι,
ένα αχ όμως πιο πορφυρό,
από το πιο καθάριο κόκκινο το έκανα μαγκιά
και στην άκρη των ματιών μου σημείο
Προσπάθησα να φτιάξω και γαλάζιο και λευκό
και χαρούμενα χρώματα μόνο....
Γκρίζα γινόντουσαν όλα....
να ξέρεις όμως την τέχνη των χρωμάτων την ήξερα καλά....
τον λόγο όμως όχι...
έτσι γεννιέται όμως και το λευκό και το μαύρο!
μια σκηνή, ένας εργάτης, μια αξίνα, και ένας εργοδηγός...
έτσι περιγράφουν οι κομουνιστές την ζωή...
Εγώ όνειρο πάντα είχα το όνειρο,
και την ελπίδα ότι τρομοκράτης θα γινόμουν...
Έγινα όμως λάσπη και εμετός
από ανθρώπους όμορφους καμωμένους...
αλλά και ανακούφιση όταν με ξέρναγαν
και γλίτωναν από την βρωμιά μου...
Μεγάλη χαρά για μένα...
χρυσό έκανα τα φλέματά μου
και διαμάντια τα δάκρυά μου...
Την λάσπη και τον εμετό όμως δεν τον νίκησα...
κουφάρι με άφησα να θυμίζω την ανάσα τους
και δυο φιλιά σε κωλόχαρτο αποτυπωμένα
όταν τα χείλη μου έβαψα με χρώμα
κόκκινο από αίμα καμωμένο....
Να με αρνιούνται ναι,
ένα αχ όμως πιο πορφυρό,
από το πιο καθάριο κόκκινο το έκανα μαγκιά
και στην άκρη των ματιών μου σημείο
Προσπάθησα να φτιάξω και γαλάζιο και λευκό
και χαρούμενα χρώματα μόνο....
Γκρίζα γινόντουσαν όλα....
να ξέρεις όμως την τέχνη των χρωμάτων την ήξερα καλά....
τον λόγο όμως όχι...
έτσι γεννιέται όμως και το λευκό και το μαύρο!
Σάββατο 23 Απριλίου 2005
Αδημοσίευτο παράπονο...
Πως κούπα και ρήγας να ήμουν....
πως την φωτιά την άδοξη σε μιας στιγμής τσιγάρο να την σβήσω...
Πως να βρω τον τρόπο τον ρυθμό των ματιών να μπορώ να βλέπω...
μια ανάσα να την αγκαλιάσω
και ένα φιλί στην γωνιά την καλυμμένη να αποθέσω...
Πως τον καπνό χρώματα να κάνω
και τους τοίχους αγκαλιά σε ένα όνειρο
Το καθρέφτισμά σας να μπορέσω να μετρώ
και το μικρό το δάχτυλο το αμήχανο να το κάμω μηχανή
Ένα σύννεφο που φεύγει, και ας είναι καπνός,
χρώμα να φτιάχνει μόνο και ας είναι απωλεστικό
ένα δυο τρία και να χωρώ και να χορεύω
ένα χαμόγελο αρκεί και μια τζούρα βαθιά...
με την προσμονή για χάδι
Τα ματόκλαδα και αν δεν μπορείς να τα κάνεις δάσος ομορφιάς
μαλάκας πάντα θα είσαι!
....σιγή πιο σιγή και από την σιωπή...
ανθρώπων και μορφών που να μιλάνε δεν μπορούν...
ένα γαρίφαλο συντροφιά,
μια ανεμώνα και μια γαρδένια παρέα
το χρώμα και το άρωμα να το σκορπούν χωρίς να φοβούνται....
Ας είχα την τιμή εγώ να ήμουν τα πρώτα γκάβαλα λίπασμά τους!
πως την φωτιά την άδοξη σε μιας στιγμής τσιγάρο να την σβήσω...
Πως να βρω τον τρόπο τον ρυθμό των ματιών να μπορώ να βλέπω...
μια ανάσα να την αγκαλιάσω
και ένα φιλί στην γωνιά την καλυμμένη να αποθέσω...
Πως τον καπνό χρώματα να κάνω
και τους τοίχους αγκαλιά σε ένα όνειρο
Το καθρέφτισμά σας να μπορέσω να μετρώ
και το μικρό το δάχτυλο το αμήχανο να το κάμω μηχανή
Ένα σύννεφο που φεύγει, και ας είναι καπνός,
χρώμα να φτιάχνει μόνο και ας είναι απωλεστικό
ένα δυο τρία και να χωρώ και να χορεύω
ένα χαμόγελο αρκεί και μια τζούρα βαθιά...
με την προσμονή για χάδι
Τα ματόκλαδα και αν δεν μπορείς να τα κάνεις δάσος ομορφιάς
μαλάκας πάντα θα είσαι!
....σιγή πιο σιγή και από την σιωπή...
ανθρώπων και μορφών που να μιλάνε δεν μπορούν...
ένα γαρίφαλο συντροφιά,
μια ανεμώνα και μια γαρδένια παρέα
το χρώμα και το άρωμα να το σκορπούν χωρίς να φοβούνται....
Ας είχα την τιμή εγώ να ήμουν τα πρώτα γκάβαλα λίπασμά τους!
Κυριακή 17 Απριλίου 2005
Οι καρποί..
Για ένα φιλαράκι να μιλήσω…
της πασχαλιάς χλωμό φύλλο!
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί
των νεκρών τα κυπαρίσσια φίλοι είναι…
τούτο όμως το όμορφο ήταν βελανιδιά
με καρπούς από αγκάθια φυλαγμένους…
Την άλλη μέρα καστανιά όμως έγινε…
πάλι με αγκάθια τους καρπούς φυλαγμένους
το κόκκινο των φύλλων της όμως,
στου ήλιου το δειλινό, ρουμπίνια χρυσόδετα,
και ο καρπός της μέλι μόνο...
Στάθηκα εμπρός της
Ήταν ψηλή…. Θεόρατη…
Φορούσε τα καλά της και εγώ παιδί γυμνό
τις ρίζες της έκαμα μαξιλάρι
Γύρω-γύρω όμως όλο βάτα και σκίνα
και αγκάθια αιχμηρά, καρπό κανένα όμως…
Ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι με ζύγωνε το κακό.
Ούτε ότι εγώ ήμουν αυτό!
Τούτο όμως το δέντρο που την σκιά του μου χάριζε
είχε ρίζες βαθιές και άγριες
-σε βουνίσιο τάγμα γνωστό στην οικουμένη, νομίζω ανήκαν-
πολεμιστές αφανείς μα ξακουστοί
του δίκιου της αγάπης υπερασπιστές
μάχη δώσανε μεγάλη
τίποτα να μην με ακουμπήσει
Βαθιά μέσα στην γη των συναισθημάτων αυτή η μάχη συνετελέστει..
μα κάθε μαχαιριά χυμούς ανάβλυζε μόνο…
αχ καρδούλα μου… ορό ζωής τους έκαμα
διαλυμένους σε δάκρυα
πέτρες ασήκωτες που ήταν!
Φλέβα καθαρή δεν βρήκα μόνο…
στο δικό μου το κορμί να τους γευθώ!
Ένα ρημάδι μυαλό είχα μόνο
που την ματιά μου την κράτησε καθαρή!
Και μια καρδιά γεμάτη αγάπη μεγάλη!
Τότε έγινα φονιάς!
Τότε έγινα και βάτο και σκίνο
που το έπνιξε το δέντρο το πλουμιστό!
Την καρδιά μου όμως και ένα ρημάδι μυαλό
πρόλαβα τάχα, λίπασμα του να το κάνω?
Ότι περίσσευμα βρεθεί από την προδοσία μου,
σε χωματερή αθλία να γίνει η ταφή!
της πασχαλιάς χλωμό φύλλο!
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί
των νεκρών τα κυπαρίσσια φίλοι είναι…
τούτο όμως το όμορφο ήταν βελανιδιά
με καρπούς από αγκάθια φυλαγμένους…
Την άλλη μέρα καστανιά όμως έγινε…
πάλι με αγκάθια τους καρπούς φυλαγμένους
το κόκκινο των φύλλων της όμως,
στου ήλιου το δειλινό, ρουμπίνια χρυσόδετα,
και ο καρπός της μέλι μόνο...
Στάθηκα εμπρός της
Ήταν ψηλή…. Θεόρατη…
Φορούσε τα καλά της και εγώ παιδί γυμνό
τις ρίζες της έκαμα μαξιλάρι
Γύρω-γύρω όμως όλο βάτα και σκίνα
και αγκάθια αιχμηρά, καρπό κανένα όμως…
Ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι με ζύγωνε το κακό.
Ούτε ότι εγώ ήμουν αυτό!
Τούτο όμως το δέντρο που την σκιά του μου χάριζε
είχε ρίζες βαθιές και άγριες
-σε βουνίσιο τάγμα γνωστό στην οικουμένη, νομίζω ανήκαν-
πολεμιστές αφανείς μα ξακουστοί
του δίκιου της αγάπης υπερασπιστές
μάχη δώσανε μεγάλη
τίποτα να μην με ακουμπήσει
Βαθιά μέσα στην γη των συναισθημάτων αυτή η μάχη συνετελέστει..
μα κάθε μαχαιριά χυμούς ανάβλυζε μόνο…
αχ καρδούλα μου… ορό ζωής τους έκαμα
διαλυμένους σε δάκρυα
πέτρες ασήκωτες που ήταν!
Φλέβα καθαρή δεν βρήκα μόνο…
στο δικό μου το κορμί να τους γευθώ!
Ένα ρημάδι μυαλό είχα μόνο
που την ματιά μου την κράτησε καθαρή!
Και μια καρδιά γεμάτη αγάπη μεγάλη!
Τότε έγινα φονιάς!
Τότε έγινα και βάτο και σκίνο
που το έπνιξε το δέντρο το πλουμιστό!
Την καρδιά μου όμως και ένα ρημάδι μυαλό
πρόλαβα τάχα, λίπασμα του να το κάνω?
Ότι περίσσευμα βρεθεί από την προδοσία μου,
σε χωματερή αθλία να γίνει η ταφή!
Πιο σιγά.... κοιμάμαι!
Τα άλογα τα παράλογα...
τα συναντάς κάθε πρωινό
και το δείλη σε κοιμίζουν
όπως και το τραγούδι το αχνό,
αυτό που ψιθυριστά το λέμε
Άσπρο και μαύρο
σαν το σπόρο τον γόνιμο και τον στείρο
όπως όταν ένα όνειρο δεν γίνεται αμάγαλμα
για μια ουτοπία
όταν το δάκρυ κρύβει το χαμόγελο
και το χαμόγελο το δάκρυ
όταν χειμώνας έρχεται χωρίς φθινόπωρο
και το καλοκαίρι χωρίς την άνοιξη της ψυχής
όταν τρυγάς από ξένο αμπελώνα
και τους σβώλους από χώμα λιπασμένο
πέτρα τους νοιώθεις
όταν θες να βιάσεις την ζωή την γεροντοκόρη
συνάμα με το παιδί και το όνειρο
όταν την ματιά σου την σηκώνεις και σκοτάδι βλέπεις
όταν χείλη φιλάς και πίκρα έχουν
άλλοτε από χολή και άλλοτε από δάκρυ
όταν το ζωγραφίζεις το όνειρο και αυτό σε προδίδει
όταν πληγώνεσαι που πληγώνεις
Το ένα το Άλογο άσπρο το άλλο Μαύρο!
τα συναντάς κάθε πρωινό
και το δείλη σε κοιμίζουν
όπως και το τραγούδι το αχνό,
αυτό που ψιθυριστά το λέμε
Άσπρο και μαύρο
σαν το σπόρο τον γόνιμο και τον στείρο
όπως όταν ένα όνειρο δεν γίνεται αμάγαλμα
για μια ουτοπία
όταν το δάκρυ κρύβει το χαμόγελο
και το χαμόγελο το δάκρυ
όταν χειμώνας έρχεται χωρίς φθινόπωρο
και το καλοκαίρι χωρίς την άνοιξη της ψυχής
όταν τρυγάς από ξένο αμπελώνα
και τους σβώλους από χώμα λιπασμένο
πέτρα τους νοιώθεις
όταν θες να βιάσεις την ζωή την γεροντοκόρη
συνάμα με το παιδί και το όνειρο
όταν την ματιά σου την σηκώνεις και σκοτάδι βλέπεις
όταν χείλη φιλάς και πίκρα έχουν
άλλοτε από χολή και άλλοτε από δάκρυ
όταν το ζωγραφίζεις το όνειρο και αυτό σε προδίδει
όταν πληγώνεσαι που πληγώνεις
Το ένα το Άλογο άσπρο το άλλο Μαύρο!
Τετάρτη 13 Απριλίου 2005
Φεγγαροπερπατήματα...
Φθινόπωρο...
δυο οργιές ζωή, δυο και ο δρόμος...
Οκτώβρης μα όχι καίσαρας ο χρόνος, και άνεμος φωτιά
μια πόλη σαν χωριό και άνθρωποι μεγάλοι, μα σαν παιδιά
και ένα δέντρο -μέχρι τον ουρανό- να τα φυλά ο χαμένος
για να παίξουμε όλοι το κρυφτό...
ένα φεγγάρι γιομάτο να κλείνει το μάτι, και μια γερόντισσα στο μπαλκόνι ξεχασμένη να χασμουριέται...
την λαίλαπα της φωτιάς την είδα πρωταγωνίστρια
μα ούτε και τότε δεν την φοβήθηκα,
η λαίλαπα της γερόντισσας νομίζω με τρόμαξε…
…κοίταξα γύρω μου και ηρέμησα...
όλα τα φύλλα από τις λεύκες πεσμένα κάτω ήταν
και ο δρόμος άδειος…
ένα δέντρο μόνο δίψαγε το έρμο, εκεί και βρέθηκα...
τα δάκρυα μου πηγή ζωής του τα ‘κανα
και έστρεψα το βλέμμα αλλού...
τότε είδα τον ουρανό, τότε και άπλωσα το χέρι μου σε αυτόν...
1,72 πως να τον φτάσω?
είδα όμως και την γη.... την πατούσα κιόλας,
τότε κατάλαβα ότι "λίπασμά" της πρέπει να γίνω....
Τόσα χρόνια αυτή με άντεξε....
ο ουρανός μόνο με αρνήθηκε!
Μετά ήρθε ο χειμώνας…
και πάγωσε τα πάντα με την υπόσχεση όμως της άνοιξης
δυο οργιές ζωή, δυο και ο δρόμος...
Οκτώβρης μα όχι καίσαρας ο χρόνος, και άνεμος φωτιά
μια πόλη σαν χωριό και άνθρωποι μεγάλοι, μα σαν παιδιά
και ένα δέντρο -μέχρι τον ουρανό- να τα φυλά ο χαμένος
για να παίξουμε όλοι το κρυφτό...
ένα φεγγάρι γιομάτο να κλείνει το μάτι, και μια γερόντισσα στο μπαλκόνι ξεχασμένη να χασμουριέται...
την λαίλαπα της φωτιάς την είδα πρωταγωνίστρια
μα ούτε και τότε δεν την φοβήθηκα,
η λαίλαπα της γερόντισσας νομίζω με τρόμαξε…
…κοίταξα γύρω μου και ηρέμησα...
όλα τα φύλλα από τις λεύκες πεσμένα κάτω ήταν
και ο δρόμος άδειος…
ένα δέντρο μόνο δίψαγε το έρμο, εκεί και βρέθηκα...
τα δάκρυα μου πηγή ζωής του τα ‘κανα
και έστρεψα το βλέμμα αλλού...
τότε είδα τον ουρανό, τότε και άπλωσα το χέρι μου σε αυτόν...
1,72 πως να τον φτάσω?
είδα όμως και την γη.... την πατούσα κιόλας,
τότε κατάλαβα ότι "λίπασμά" της πρέπει να γίνω....
Τόσα χρόνια αυτή με άντεξε....
ο ουρανός μόνο με αρνήθηκε!
Μετά ήρθε ο χειμώνας…
και πάγωσε τα πάντα με την υπόσχεση όμως της άνοιξης
Δευτέρα 11 Απριλίου 2005
Της κερασιάς τα άνθη
... δεν πρέπει να ξεχάσω τις σκιές μου
να σκουπίσω από τους δρόμους που διάβηκα,
και τους κρυφούς και από αυτούς που είχα μαζί μου συνοδοιπόρους
στο κάτω-κάτω ένα φαράσι και μια σκούπα θέλω μόνο,
και έναν κουβά σκουπιδιών να τις θάψω
ένα διάβα είναι και αυτό και τραγούδι,
μισό φιλί και ένα χάδι στις σκιές των άλλων
…τούτες, των άλλων, όμως δεν θα τις πειράξω…
…αγάλματα θα τις κάνω από μαλαματένιο υλικό
και υποσχέσεις που γίνονται πραγματικότητα
…μόνο θα φροντίσω
όσο βαθιά θάψω την δικιά μου σκιά
τόσο μεγάλα να είναι τα αγάλματα
και αν μια ζωή δεν φτάνει για τούτο
έχω στην τσέπη και δεύτερη να το κάμω
και μια κορδέλα βυσσινιά,
δεμένη στην κερασιά που ποτέ δεν μπόρεσα να έχω… παρηγοριά…
Το όνειρο πρέπει να είναι πάντα αληθινό,
περισσότερο όμως ζωντανό.... και να το ζητάμε!
να σκουπίσω από τους δρόμους που διάβηκα,
και τους κρυφούς και από αυτούς που είχα μαζί μου συνοδοιπόρους
στο κάτω-κάτω ένα φαράσι και μια σκούπα θέλω μόνο,
και έναν κουβά σκουπιδιών να τις θάψω
ένα διάβα είναι και αυτό και τραγούδι,
μισό φιλί και ένα χάδι στις σκιές των άλλων
…τούτες, των άλλων, όμως δεν θα τις πειράξω…
…αγάλματα θα τις κάνω από μαλαματένιο υλικό
και υποσχέσεις που γίνονται πραγματικότητα
…μόνο θα φροντίσω
όσο βαθιά θάψω την δικιά μου σκιά
τόσο μεγάλα να είναι τα αγάλματα
και αν μια ζωή δεν φτάνει για τούτο
έχω στην τσέπη και δεύτερη να το κάμω
και μια κορδέλα βυσσινιά,
δεμένη στην κερασιά που ποτέ δεν μπόρεσα να έχω… παρηγοριά…
Το όνειρο πρέπει να είναι πάντα αληθινό,
περισσότερο όμως ζωντανό.... και να το ζητάμε!
Κυριακή 3 Απριλίου 2005
Sunrise... 3/4/2005
Χίλια λάθη, χίλιοι και οι λόφοι
χίλια και τα ανηφόρια που σε σταυρούς οδηγάνε
μιλιούνια οι ορδές των άπιστων
χίλιες οι κραυγές που φονικό γυρεύουν
Ένας όμως ο σκοπός και το ζητούμενο ένα.
Του Προμηθέα ο μύθος να αναγεννηθεί για χίλια χρόνια ακόμα
Συνάμα η βουή του πόνου μόνο να μεγαλώνει
και το σκοτάδι πιο μαύρο ακόμα κάθε αυγή να ριζώνει
Όλα έρημα ήταν, μα γίνανε ζωή
κι αναστεναγμός μεγάλος
και η δική μου η καρδιά να σπαράζει
για του ανθρωπογέννητου ήρωα της ψυχής το κάλος…
χίλια και τα ανηφόρια που σε σταυρούς οδηγάνε
μιλιούνια οι ορδές των άπιστων
χίλιες οι κραυγές που φονικό γυρεύουν
Ένας όμως ο σκοπός και το ζητούμενο ένα.
Του Προμηθέα ο μύθος να αναγεννηθεί για χίλια χρόνια ακόμα
Συνάμα η βουή του πόνου μόνο να μεγαλώνει
και το σκοτάδι πιο μαύρο ακόμα κάθε αυγή να ριζώνει
Όλα έρημα ήταν, μα γίνανε ζωή
κι αναστεναγμός μεγάλος
και η δική μου η καρδιά να σπαράζει
για του ανθρωπογέννητου ήρωα της ψυχής το κάλος…
Μια ζωή...
Μια ζωή φουσκωμένη θάλασσα τα μάτια μου
και περιγιάλι τα όνειρα μου έρημο,
πόλεμο θέλησα να κάνω, για τα δάκρυα όλων, αλλά νικήθηκα
όλα μαζί πλημμύρισαν την ψυχή μου τώρα
τι και αν το σπαθί μου κάποτε ακόνισα
τσακίστηκε πάνω στον βράχο του πόνου γιατί το κακό δεν το αγάπησα
δίπλα στην ρίζα του αγαπημένου μου μοβ ζουμπουλιού
πρόχειρο τάφο φρεσκοσκαμμένο αντάμωσα
σιμά του γλέντι γινόταν και έσυρα τότε για τον χορό
στις νότες πάνω του «Αμάραντου»
κοίταξα ένα γύρω να τους χορτάσω όλους
μα τον ήλιο απέναντι είχα και βασιλιά, και αυτός με στράβωσε
στην τελευταία την στροφή το φεγγάρι αντάμωσα
και ήταν πιο λαμπρό
Τυφλός πια το τελευταίο βήμα έκαμα…
και περιγιάλι τα όνειρα μου έρημο,
πόλεμο θέλησα να κάνω, για τα δάκρυα όλων, αλλά νικήθηκα
όλα μαζί πλημμύρισαν την ψυχή μου τώρα
τι και αν το σπαθί μου κάποτε ακόνισα
τσακίστηκε πάνω στον βράχο του πόνου γιατί το κακό δεν το αγάπησα
δίπλα στην ρίζα του αγαπημένου μου μοβ ζουμπουλιού
πρόχειρο τάφο φρεσκοσκαμμένο αντάμωσα
σιμά του γλέντι γινόταν και έσυρα τότε για τον χορό
στις νότες πάνω του «Αμάραντου»
κοίταξα ένα γύρω να τους χορτάσω όλους
μα τον ήλιο απέναντι είχα και βασιλιά, και αυτός με στράβωσε
στην τελευταία την στροφή το φεγγάρι αντάμωσα
και ήταν πιο λαμπρό
Τυφλός πια το τελευταίο βήμα έκαμα…
Σάββατο 2 Απριλίου 2005
Ότι κοιτώ το λατρεύω…
Πως τον πόνο να τον κάνεις λέξεις;
Πως το χάδι και την αγάπη να την μετρήσεις;
Και το δάκρυ σαν ποτάμι γίνεται πως να το φράξεις;
Του σύννεφου την άκρη θέλω να πιάσω και της μοναξιάς την άκρη ακόμα.
Μαλαματένιο όνειρο να κάνω να το χαρίσω σε αυτό, που ανίκανος στάθηκα να πείσω, ήθελα μόνο!
Πληγή μόνο και σε με και στους άλλους έκαμα στο τέλος, και πέτρα μαύρη κέντησα με μαύρο νήμα.
Όσο και να κοιτώ με αγάπη, πάντα τυφλός είμαι και ένοχος
Τη κι αν το μισό μου το δώρισα, τι και αν το άλλο μισό το ξόδευα, πάλε το ίδιο νεκρός θα με όπως και αν έκλεβα του κόσμου την ανάσα
Και τον θάνατο σαν δε φοβήθηκα, ζωή δεν το έκανα!
Πόσο τρυφερά να κρατήσεις κάτι που αγαπάς για να το νοιώσει;
Πώς να πείσω τον άπιστο, και πως το άδικο, να συνωμοτήσω δίκαιο να γίνει,
ανάπηρη ψυχή έχω και θάρρος λίγο!
Ένα χαμόγελο σκοτεινό, το σκοτάδι και ένα γέλιο καθαρό μόνο,
ο πύργος μου είναι, και ας στα χαλάσματά του οι άλλοι κατουράνε,
τούτα μου μείνανε μόνο, μέχρι ανάθεμα και αυτά να γίνουν.
Ότι κοιτώ το λατρεύω…
Ψεύτης λένε και πουτάνα συνάμα!
Πως το χάδι και την αγάπη να την μετρήσεις;
Και το δάκρυ σαν ποτάμι γίνεται πως να το φράξεις;
Του σύννεφου την άκρη θέλω να πιάσω και της μοναξιάς την άκρη ακόμα.
Μαλαματένιο όνειρο να κάνω να το χαρίσω σε αυτό, που ανίκανος στάθηκα να πείσω, ήθελα μόνο!
Πληγή μόνο και σε με και στους άλλους έκαμα στο τέλος, και πέτρα μαύρη κέντησα με μαύρο νήμα.
Όσο και να κοιτώ με αγάπη, πάντα τυφλός είμαι και ένοχος
Τη κι αν το μισό μου το δώρισα, τι και αν το άλλο μισό το ξόδευα, πάλε το ίδιο νεκρός θα με όπως και αν έκλεβα του κόσμου την ανάσα
Και τον θάνατο σαν δε φοβήθηκα, ζωή δεν το έκανα!
Πόσο τρυφερά να κρατήσεις κάτι που αγαπάς για να το νοιώσει;
Πώς να πείσω τον άπιστο, και πως το άδικο, να συνωμοτήσω δίκαιο να γίνει,
ανάπηρη ψυχή έχω και θάρρος λίγο!
Ένα χαμόγελο σκοτεινό, το σκοτάδι και ένα γέλιο καθαρό μόνο,
ο πύργος μου είναι, και ας στα χαλάσματά του οι άλλοι κατουράνε,
τούτα μου μείνανε μόνο, μέχρι ανάθεμα και αυτά να γίνουν.
Ότι κοιτώ το λατρεύω…
Ψεύτης λένε και πουτάνα συνάμα!
... Vol 2
Ο Ροβεσπιέρος… Ο επαναστάτης που κατάφερε να γίνει ο αντεπαναστάτης του εαυτού του δηλαδή! Και το μέταλλο, που αντί για αλέτρι, έγινε γκιλοτίνα, και ο Ροβεσπιέρος, ένοχοι δεν νομίζω να ήταν! Οι πράξεις σίγουρα όμως ενοχή προσφέρουν, και οι καλές και οι κακές! Όλες οι πράξεις όμως, και επανάσταση είναι, και αντεπανάσταση, εκφυλισμός τους η τρομοκρατία κάθε είδους! Περισσότερο τρομοκρατία όμως, είναι οι πράξεις εκ συναισθημάτων οι προερχόμενες!
Σε κάθε έκφανση της ζωής υπάρχει η αρχή και η αναρχία, το συντηρητικό και το προοδευτικό! Κάθε φορά αλλάζουν ρόλους μεταξύ τους όμως! Δεν έχουν απόλυτη ερμηνεία. Έχουν σκοπό όμως! Να κινούν τη ζωή! Η αλλαγή των ρόλων συντελείται όταν κάτι εδραιώνεται ως κατεστημένο πάντα.
Με την ιστορία τούτη όλα τα παραπάνω μόνη σχέση που έχουν είναι ότι είναι το περίβλημα τούτης της διήγησης… …ο φιόγκος δηλαδή!
Του μεσημεριού ώρα ήταν θυμάμαι… Δέκα χρονών παιδί, με λάσπη, για χρώμα το σωματάκι του, με χάρτη κάποιου ανεξερεύνητου κόσμου έμοιαζε! Μόλις ψες, το μαλλί του το ξανθό, η μάνα του με την ψαλίδα για τη κούρα των προβάτων, τρυφερά τα φρόντισε! Τα γουρούνια πήγε, …να σιάξει αυτό! Και τα «πράγματα» να τα ταΐσει κιόλας! Πως ένα παιδί, με το ζόρι 20 κιλά και να μαζεύει και να κουβαλά; Σέρνοντας, και βάρος και το κορμάκι του, το κάμε όμως, και το ένα και το άλλο! Άκληροι δουλευτές οι οικογένεια του ήταν. Άκληρο και δουλευτής και αυτό! Είχε και ένα ελάττωμα… Πονούσε τους γονιούς του πιότερο από το κορμάκι του το ίδιο που πονούσε! Έβλεπε την μάνα στη διπλανή την στάνη να κουμαντάρει την βρωμιά και το πλήθος, και πονούσε! Και ο πατέρας, σαν το αλέτρι το έσπρωχνε πιότερο από τα γελάδια γιατί τα συμπονούσε, πόνος τον κυρίευε!
Στον κήπο του σπιτιού όμως και μια λεμονιά μόνη της είχε γεννηθεί όπως και αυτό η μάνα του χωρίς άλλου φροντίδα το έκαμε. Πλουμιστή, και όμορφη με καρπούς γιομάτη η λεμονιά,! Σαν τελείωνε το λοιπόν κείνο το παιδί, και με τον πόνο και με τα «πράγματα», κινούσε προς την μεριά της! Τριάντα βήματα δρόμος, πάντα όμως τα μετρούσε! Τον θάμπωνε, πιο πολύ το άρωμα της πάντως! Ήταν άρωμα καθαρό και χάρισμα μόνο! Και όταν ήταν και στολισμένη με τα άνθη της, νύφη μοσχομυρούσα. Άπλωνε τότε το χέρι και έκοβε ένα φύλλο μόνο! Του ‘ριχνε μια νυχιά μικρή, το άρωμα να ξεχυθεί πιότερο, και στον κόρφο του το απέθετε! Τότε άρχιζε αμέσως το ροβολιτό για το ποτάμι.
Το ποτάμι ήταν αρκετά ορμητικό, μα περισσότερο ήταν το σύνορο του αφέντη! Η γης φυσικά δικιά του ήταν όλη. Και από την μια όχθη και από την άλλη. Αυτός όμως, το σύνορο έλεγε πάντα την απέναντι, και ποινή μεγάλη είχε όποιος με τα χνάρια του την μαγάριζε! Τότε και το παιδί στα 10 του χρόνια, έσκυβε στην του ποταμού την όχθη την νόμιμη και από τον κόρφο του απέθετε το φύλλο το χαραγμένο από το δικό του νύχι, στην κοίτη του ποταμού του ορμητικού. Αυτό ήταν το δικό του το καράβι! Το κουρσάρικο! Όπως το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε το φύλλο, παρέσυρε και αυτό το παιδί σε τρεχάλα να το ξεπερνά κάθε φορά στην επόμενη στροφή! Νομίζω, τον ποταμό «Επανά» τον λέγανε, και το καράβι, «Στάση»…
Σε κάθε έκφανση της ζωής υπάρχει η αρχή και η αναρχία, το συντηρητικό και το προοδευτικό! Κάθε φορά αλλάζουν ρόλους μεταξύ τους όμως! Δεν έχουν απόλυτη ερμηνεία. Έχουν σκοπό όμως! Να κινούν τη ζωή! Η αλλαγή των ρόλων συντελείται όταν κάτι εδραιώνεται ως κατεστημένο πάντα.
Με την ιστορία τούτη όλα τα παραπάνω μόνη σχέση που έχουν είναι ότι είναι το περίβλημα τούτης της διήγησης… …ο φιόγκος δηλαδή!
Του μεσημεριού ώρα ήταν θυμάμαι… Δέκα χρονών παιδί, με λάσπη, για χρώμα το σωματάκι του, με χάρτη κάποιου ανεξερεύνητου κόσμου έμοιαζε! Μόλις ψες, το μαλλί του το ξανθό, η μάνα του με την ψαλίδα για τη κούρα των προβάτων, τρυφερά τα φρόντισε! Τα γουρούνια πήγε, …να σιάξει αυτό! Και τα «πράγματα» να τα ταΐσει κιόλας! Πως ένα παιδί, με το ζόρι 20 κιλά και να μαζεύει και να κουβαλά; Σέρνοντας, και βάρος και το κορμάκι του, το κάμε όμως, και το ένα και το άλλο! Άκληροι δουλευτές οι οικογένεια του ήταν. Άκληρο και δουλευτής και αυτό! Είχε και ένα ελάττωμα… Πονούσε τους γονιούς του πιότερο από το κορμάκι του το ίδιο που πονούσε! Έβλεπε την μάνα στη διπλανή την στάνη να κουμαντάρει την βρωμιά και το πλήθος, και πονούσε! Και ο πατέρας, σαν το αλέτρι το έσπρωχνε πιότερο από τα γελάδια γιατί τα συμπονούσε, πόνος τον κυρίευε!
Στον κήπο του σπιτιού όμως και μια λεμονιά μόνη της είχε γεννηθεί όπως και αυτό η μάνα του χωρίς άλλου φροντίδα το έκαμε. Πλουμιστή, και όμορφη με καρπούς γιομάτη η λεμονιά,! Σαν τελείωνε το λοιπόν κείνο το παιδί, και με τον πόνο και με τα «πράγματα», κινούσε προς την μεριά της! Τριάντα βήματα δρόμος, πάντα όμως τα μετρούσε! Τον θάμπωνε, πιο πολύ το άρωμα της πάντως! Ήταν άρωμα καθαρό και χάρισμα μόνο! Και όταν ήταν και στολισμένη με τα άνθη της, νύφη μοσχομυρούσα. Άπλωνε τότε το χέρι και έκοβε ένα φύλλο μόνο! Του ‘ριχνε μια νυχιά μικρή, το άρωμα να ξεχυθεί πιότερο, και στον κόρφο του το απέθετε! Τότε άρχιζε αμέσως το ροβολιτό για το ποτάμι.
Το ποτάμι ήταν αρκετά ορμητικό, μα περισσότερο ήταν το σύνορο του αφέντη! Η γης φυσικά δικιά του ήταν όλη. Και από την μια όχθη και από την άλλη. Αυτός όμως, το σύνορο έλεγε πάντα την απέναντι, και ποινή μεγάλη είχε όποιος με τα χνάρια του την μαγάριζε! Τότε και το παιδί στα 10 του χρόνια, έσκυβε στην του ποταμού την όχθη την νόμιμη και από τον κόρφο του απέθετε το φύλλο το χαραγμένο από το δικό του νύχι, στην κοίτη του ποταμού του ορμητικού. Αυτό ήταν το δικό του το καράβι! Το κουρσάρικο! Όπως το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε το φύλλο, παρέσυρε και αυτό το παιδί σε τρεχάλα να το ξεπερνά κάθε φορά στην επόμενη στροφή! Νομίζω, τον ποταμό «Επανά» τον λέγανε, και το καράβι, «Στάση»…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)